Τι σημαίνει το class στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης class στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του class στο Αγγλικά.
Η λέξη class στο Αγγλικά σημαίνει μάθημα, μάθημα, κατηγορία, τάξη, τάξη, κλάση, φινέτσα, κλάση, τάξη, κλάση, θέση, κλάση, ομοταξία, κατατάσσω, καλλιτεχνικά, μεταξύ των πρώτων, βραβείο καλύτερου στην κατηγορία, διακεκριμένη θέση, άψογος, άριστος, άψογος, άριστος, συλλογική, ομαδική αγωγή, πάλη των τάξεων, με ταξική συνείδηση, ταξική συνείδηση, Ελεύθεροι!, κατάλογος με ονόματα μαθητών τάξης, αναμνηστικό δαχτυλίδι αποφοίτησης, ταξική διαστρωμάτωση, ταξική πάλη, ταξική πάλη, κάνω κοπάνα, οικονομική θέση, οικονομική θέση, οικονομικής θέσης, οικονομικής θέσης, απογευματινά μαθήματα, πρώτης τάξεως, άριστης ποιότητας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πρώτη θέση, πρώτης κατηγορίας, πρώτης θέσης, πρώτη θέση, πρώτης κατηγορίας, τάξη αποφοιτούντων, εύκολο μάθημα, γυμναστική, αγωγή υγείας, αριστοκρατικός, μάθημα σχεδίου εκ του φυσικού με γυμνό μοντέλο, φθηνιάρικος, χαμηλής κοινωνικής τάξης, των χαμηλών στρωμάτων, χαμηλά στρώματα, μικρομεσαία τάξη, της μικρομεσαίας τάξης, με βαθμό "Καλώς", σεμινάριο εξειδίκευσης, τάξη ειδικού, εξαιρετικό παράδειγμα, μεσαία τάξη, μεσαία τάξη, που ανήκει στη μεσαία τάξη, της μεσαίας τάξης, κυρίαρχη τάξη, συνάντηση παλιών συμμαθητών, οικονομική θέση, δεύτερης κατηγορίας, παρακατιανός, κάνω κοπάνα, κοινωνική τάξη, κοινωνική αδικία, μάθημα θεάτρου, τρίτη κατηγορία, τρίτη τάξη, κατώτερος, ανώτερη κοινωνική τάξη, αριστοκρατικός, μεγαλοαστική τάξη, μεγαλοαστικός, εργατική τάξη, της εργατικής τάξης, παγκοσμίου επιπέδου, παγκόσμιας κλάσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης class
μάθημαnoun (subject) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I hate history class. Δε μου αρέσει το μάθημα της ιστορίας. |
μάθημαnoun (lesson) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My first class of the day is English. Το πρώτο μάθημα της μέρας είναι Αγγλικά. |
κατηγορίαnoun (category) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Our product is best in its class. Το προϊόν μας είναι το καλύτερο στην κατηγορία του. |
τάξηnoun (group of students) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She is the best student in our Chemistry class. The substitute asked the class what they had been studying with their regular teacher. Είναι η καλύτερη μαθήτρια της τάξης στη Χημεία. Η αναπληρώτρια ρώτησε την τάξη σε ποιο σημείο της ύλης είχαν φτάσει με την κανονική καθηγήτριά τους. |
τάξηnoun (social rank) (κοινωνική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Many people hope to rise above their class. Πολλοί ελπίζουν να ανεβούν σε υψηλότερη τάξη. |
κλάση, φινέτσαnoun (informal (elegance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) That lady has a lot of class. Αυτή η κυρία έχει πολλή φινέτσα. |
κλάσηnoun (calibre, quality) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There are not many in his class of player. Δεν υπάρχουν πολλοί παίκτες του δικού του βεληνεκούς. |
τάξηnoun (US (graduating yeargroup) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Class of 2006 will be very large. Η τάξη του 2006 θα είναι πολύ μεγάλη. |
κλάσηnoun (excellence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He performed with class, ignoring all distractions. |
θέσηnoun (accommodation grade) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lawrence prefers to fly first class. |
κλάση, ομοταξίαnoun (biology: major division) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) To which class does that animal belong? |
κατατάσσωtransitive verb (classify) (σε κατηγορία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I would class him as studious but shy. |
καλλιτεχνικάnoun (lesson in art) (σχολείο) As a child, my favorite part of the school day was art class. |
μεταξύ των πρώτωνadjective (among the best) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He graduated at the top of his class and was accepted to a very good university. |
βραβείο καλύτερου στην κατηγορίαnoun (award at a dog show) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διακεκριμένη θέσηnoun (airplanes) |
άψογος, άριστοςnoun (amazing person) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άψογος, άριστοςnoun (amazing performance) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συλλογική, ομαδική αγωγήnoun (lawsuit brought by a group) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A lot of us are involved in a class action suit against the company for discrimination against women. |
πάλη των τάξεωνnoun (figurative (tensions between social classes) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Marx believed that class conflict was the inevitable result of capitalism. |
με ταξική συνείδησηadjective (aware of social differences) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) So class-conscious was Bunter that he never could bring himself to smoke in the presence of Lord Peter. |
ταξική συνείδησηnoun (awareness of social differences) |
Ελεύθεροι!interjection (used by teacher at end of lesson) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
κατάλογος με ονόματα μαθητών τάξηςnoun (school: register of names) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The teacher read out the class list at the beginning of the lesson. |
αναμνηστικό δαχτυλίδι αποφοίτησηςnoun (US (graduation memento) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) In those days, you wore your boyfriend's class ring on a chain so everybody would know you were going steady. |
ταξική διαστρωμάτωσηnoun (social hierarchy) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A caste system is a highly formalized class structure. |
ταξική πάληnoun (struggle over social differences) Marx is not dead, the class struggle is not over; yesterday I saw factory workers demonstrating against the privileges of the rich. |
ταξική πάληnoun (conflict, tension between social classes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Class conflict exists in many modern societies, but does not lead to class warfare. |
κάνω κοπάνα(US, informal (miss a school lesson) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It's no surprise his grades were so low - he was always cutting class! |
οικονομική θέσηnoun (train: standard seating) It is cheaper to travel in economy class than in regular class. Το εισιτήριο στη δεύτερη θέση είναι φτηνότερο από το κανονικό. |
οικονομική θέσηnoun (plane: low-cost seating) Economy class, plus taxes, was $340. |
οικονομικής θέσηςnoun as adjective (train seating: standard) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I am going to buy an economy-class train ticket. |
οικονομικής θέσηςnoun as adjective (plane seating: low cost) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I purchased an economy-class ticket so that I would not have to dip into my savings. |
απογευματινά μαθήματαnoun (lesson in evening) (ανάλογα την ώρα) Peter goes to evening classes to learn watercolour painting. |
πρώτης τάξεως, άριστης ποιότηταςadjective (informal, figurative (excellent) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) The food here is always first class. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (mail: fastest service) |
πρώτη θέσηnoun (transport: superior service) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They always serve champagne in first class. |
πρώτης κατηγορίαςadjective (mail, stamp: fastest service) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
πρώτης θέσηςadjective (carriage, seats: superior) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) First-class seats have more leg room. Τα καθίσματα της πρώτης θέσης έχουν περισσότερο χώρο για τα πόδια. |
πρώτη θέσηadverb (in first-class area) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Flying first class is the only way to travel. |
πρώτης κατηγορίαςadverb (mail: by fastest service) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
τάξη αποφοιτούντωνnoun (students: finishing school) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εύκολο μάθημαnoun (US, slang (school, university: easy course) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jim was busy with sports so he decided to take a bunch of gut classes this semester. Ο Τζιμ ήταν τόσο απασχολημένος με τα σπορ που αποφάσισε αυτό το τρίμηνο να πάρει κάμποσα εύκολα μαθήματα. |
γυμναστικήnoun (US, abbr (physical education lesson) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγωγή υγείαςnoun (US (education: sex, drugs, etc.) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αριστοκρατικόςadjective (refined, of top quality) (υπηρεσία, μέρος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Be well-dressed when you go to that restaurant, it's a high-class place! |
μάθημα σχεδίου εκ του φυσικού με γυμνό μοντέλοnoun (nude drawing lesson) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φθηνιάρικοςadjective (figurative (base, vulgar) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The white establishment regarded jazz as a form of low-class entertainment. |
χαμηλής κοινωνικής τάξηςadjective (indicating social status) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) After he lost his job they had to move to a low-class neighbourhood near the railway station. Αφότου τον απέλυσαν, έπρεπε να μετακομίσουν σε μια γειτονιά χαμηλής κοινωνικής τάξης κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό. |
των χαμηλών στρωμάτωνadjective (of low socioeconomic status) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαμηλά στρώματαplural noun (low-income people) The government is concentrating on social issues because it is desperate to win the vote of the lower classes at the next election. |
μικρομεσαία τάξηnoun (income class) |
της μικρομεσαίας τάξηςnoun as adjective (of income class) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με βαθμό "Καλώς"adjective (UK (university degree grade: 2:2) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hazel graduated with a lower-second class degree from the University of Reading. |
σεμινάριο εξειδίκευσης, τάξη ειδικούnoun (lesson from expert) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εξαιρετικό παράδειγμαnoun (figurative (expert example) (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Scorsese's "Raging Bull" is a masterclass in cinematography. |
μεσαία τάξηnoun (educated, well-off people) Their son is very rebellious and rejects the values of the middle class. |
μεσαία τάξηnoun (between low and high income) With hard work, their family rose up from the working class to the more comfortable middle class. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μετά την οικονομική κρίση η μεσαία τάξη έχει μετατοπιστεί προς τα χαμηλότερα στρώματα της εργατικής τάξης. |
που ανήκει στη μεσαία τάξη, της μεσαίας τάξηςadjective (educated and well off) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She comes from a very nice middle class family. Προέρχεται από μια πολύ συμπαθητική μεσοαστική οικογένεια. |
κυρίαρχη τάξηnoun (social group in power) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συνάντηση παλιών συμμαθητώνnoun (meeting of old schoolfriends) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
οικονομική θέσηadjective (literal (travel: standard or economy) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I bought a second-class ticket because it was a lot cheaper. |
δεύτερης κατηγορίας, παρακατιανόςadjective (figurative (inferior, less important) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Even today women are still treated as second-class citizens in many countries. |
κάνω κοπάναverbal expression (US, informal (not attend a lesson) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
κοινωνική τάξηnoun (economic group within society) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Teachers belong to a higher social class than factory workers. |
κοινωνική αδικίαnoun (discrimination due to social status) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μάθημα θεάτρουnoun (drama lesson) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τρίτη κατηγορία, τρίτη τάξηnoun (rank below second) |
κατώτεροςadjective (inferior) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανώτερη κοινωνική τάξηnoun (minor aristocracy) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The upper class constitutes a small section of British society. |
αριστοκρατικόςnoun as adjective (aristocratic, posh) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Portia's schoolmates made fun of her upper-class accent. |
μεγαλοαστική τάξηnoun (wealthy, highly-educated people) Paying college tuitions nowadays can be difficult even for families in the upper middle class. |
μεγαλοαστικόςnoun as adjective (wealthy) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Her upper-middle-class
parents sent her to the best schools. |
εργατική τάξηnoun (laboring class) He started out as member of the working class, but now he runs an investment firm. Κάποτε ανήκε στην εργατική τάξη, αλλά, σήμερα, διευθύνει μια επενδυτική εταιρεία. |
της εργατικής τάξηςadjective (of laboring classes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He was very proud of his working-class background. Ήταν πολύ υπερήφανος που καταγόταν από την εργατική τάξη. |
παγκοσμίου επιπέδου, παγκόσμιας κλάσηςadjective (of highest quality) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Itzhak Perlman is a world-class violinist. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του class στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του class
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.