Τι σημαίνει το meet στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης meet στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του meet στο Αγγλικά.

Η λέξη meet στο Αγγλικά σημαίνει συναντάω, συναντώ, συναντάω, συναντώ, συναντάω, υποδέχομαι, γνωρίζω, γνωρίζομαι, συναντιέμαι, συνάντηση, συγκέντρωση, συνάθροιση, μίτινγκ, meeting, συγκρούομαι, συνέρχομαι, συνεδριάζω, συναντιέμαι, συγκρούομαι, συναντάω, συναντώ, συναντάω, συναντώ, έρχομαι αντιμέτωπος, συναντιέμαι, ασχολούμαι με, ικανοποιώ, πληρώ, συναντιέμαι, βρίσκομαι, συναντάω, συναντώ, προκαλώ, παθαίνω, αδυναμία εκπλήρωσης υποχρεώσεων, τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα, τηρώ μια προθεσμία, τέμνομαι, συναντιέμαι από κοντά/πρόσωπο με πρόσωπο, συναντώ από κοντά, συμβιβάζομαι, καλύπτω προδιαγραφές ποιότητας, είμαι επαρκής/κατάλληλος, επωμίζομαι το βάρος της αποδείξεως, ανταποκρίνομαι στον ορισμό, συμφωνώ με τον ορισμό, έχω συνάντηση με κπ, επιδοκιμάζομαι, εγκρίνομαι, υποστηρίζομαι, επιδοκιμάζομαι από κπ, εγκρίνομαι από κπ, υποστηρίζομαι από κπ, πετυχαίνω, επιτυγχάνω, ικανοποιώ τις ανάγκες, καλύπτω τις ανάγκες, χάρηκα, χαίρω πολύ, χάρηκα, εκδήλωση όπου οι συμμετέχοντες ανταλλάζουν αντικείμενα του ενδιαφέροντός τους, αγώνισμα στίβου, εις το επανιδείν, μέχρι να τα ξαναπούμε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης meet

συναντάω, συναντώ

transitive verb (encounter: [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I met someone today who said he knew you.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όσοι αγαπιούνται συχνά απαντιούνται.

συναντάω, συναντώ

transitive verb (get together with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She's meeting her friends at the cinema.
Θα συναντήσει τις φίλες της στον κινηματογράφο.

συναντάω

transitive verb (greet [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will you come and meet me at the bus stop?
Θα έρθεις να με συναντήσεις (or: βρεις) στη στάση του λεωφορείου;

υποδέχομαι

transitive verb (greet: a flight, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The whole family will meet our flight at the airport.
Ολόκληρη η οικογένεια θα υποδεχτεί την πτήση μας στο αεροδρόμιο.

γνωρίζω

transitive verb (be introduced)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'd like you to meet my friend James.
Θα ήθελα να σου συστήσω (or: γνωρίσω) τον φίλο μου, τον Τζέιμς.

γνωρίζομαι

intransitive verb (become acquainted)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My partner and I met at the wedding of a mutual friend.
Ο σύντροφός μου κι εγώ γνωριστήκαμε στον γάμο ενός κοινού φίλου.

συναντιέμαι

intransitive verb (get together)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Where would you like us to meet?
Που θέλεις να βρεθούμε;

συνάντηση, συγκέντρωση, συνάθροιση

noun (convention, get-together)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There will be a motorcycle meet at the park on Saturday.
Θα γίνει μια συνάντηση (or: μάζωξη) μοτοσικλετιστών στο πάρκο το Σάββατο.

μίτινγκ, meeting

noun (sports: contest)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
My track team has a meet this weekend.
Η ομάδα μου στον στίβο έχει αγώνες αυτό το σαββατοκύριακο.

συγκρούομαι

intransitive verb (collide)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The speeding cars met in a loud crash.
Τα δυο αυτοκίνητα που έτρεχαν, συναντήθηκαν σε μια ηχηρή σύγκρουση.

συνέρχομαι, συνεδριάζω

intransitive verb (assemble)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The union will meet on Tuesday.
Το σωματείο θα συνέλθει (or: συνεδριάσει) την Τρίτη.

συναντιέμαι

intransitive verb (form a junction) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There is a stop sign where the roads meet.
Υπάρχει πινακίδα stop στο σημείο όπου συμβάλλουν (or: συναντιούνται) οι δρόμοι.

συγκρούομαι

intransitive verb (clash, fight)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Many men died when the two armies met.
Πολλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν όταν συναντήθηκαν (or: συγκρούστηκαν) οι δύο στρατοί.

συναντάω, συναντώ

transitive verb (encounter: [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The traveller meets a strange sight as he enters the city.
Ο ταξιδιώτης συνάντησε ένα περίεργο θέαμα καθώς έμπαινε στην πόλη.

συναντάω, συναντώ

transitive verb (join with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
There is a blockage at the point where the pipe meets the main line.
Υπάρχει μια απόφραξη στο σημείο όπου ο σωλήνας συναντά την κεντρική γραμμή.

έρχομαι αντιμέτωπος

transitive verb (face directly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dartmouth will meet Princeton for the championship.
Το Dartmouth θα έρθει αντιμέτωπο (or: θα αντιμετωπίσει) το Princeton για το πρωτάθλημα.

συναντιέμαι

transitive verb (contest with)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The two enemies met on the field of battle.
Οι δύο εχθροί συναντήθηκαν στο πεδίο της μάχης.

ασχολούμαι με

transitive verb (cope with)

I'll meet that problem later. For now I have to do this job.
Θα ασχοληθώ με (or: Θα αντιμετωπίσω) αυτό το πρόβλημα αργότερα. Προς το παρόν πρέπει να δουλέψω.

ικανοποιώ

transitive verb (satisfy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The employee's performance did not meet his manager's expectations. The project team are struggling to meet their objectives due to a lack of effort on the part of some members.
Η απόδοση του εργαζομένου δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες του διευθυντή.

πληρώ

transitive verb (conform with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This process does not meet quality standards.
Αυτή η διαδικασία δεν πληροί τα πρότυπα ποιότητας.

συναντιέμαι, βρίσκομαι

phrasal verb, intransitive (informal (get together informally, socialize)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I wish I could see my friends more often, but it's hard to find a time when we can all meet up.
Μακάρι να μπορούσα να βλέπω τους φίλους μου συχνότερα, αλλά είναι δύσκολο να βρούμε μια ώρα για να συναντηθούμε (or: βρεθούμε) όλοι μαζί.

συναντάω, συναντώ

(informal (see socially)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll meet up with you again tonight.

προκαλώ

phrasal verb, transitive, inseparable (response) (αντιδράσεις, συναισθήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The president's speech to Congress met with mixed reactions; one party cheered, the other booed.
Ο λόγος του προέδρου στο Κογκρέσο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Ένα κόμμα τον επιδοκίμασε, ενώ ένα άλλο τον αποδοκίμασε.

παθαίνω

phrasal verb, transitive, inseparable (experience)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He met with an accident on his way to the court.
Στο δρόμο για το δικαστήριο έπαθε ατύχημα.

αδυναμία εκπλήρωσης υποχρεώσεων

noun (incomplete act)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα

verbal expression (figurative (have enough money to live on) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the current economic crisis, a lot of families are finding it hard to make ends meet. I can't make ends meet with what you pay me.
Στην παρούσα οικονομική κρίση για πολλές οικογένειες δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Δεν μπορώ να τα φέρω βόλτα με τα χρήματα που μου δίνεις.

τηρώ μια προθεσμία

verbal expression (do [sth] within allotted time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τέμνομαι

verbal expression (line, curve: touch)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συναντιέμαι από κοντά/πρόσωπο με πρόσωπο

verbal expression (hold a meeting in person)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Email and conference calls can't replace meeting face to face.

συναντώ από κοντά

verbal expression (encounter in the flesh)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
While I was out hiking, I met face to face with a mountain lion.

συμβιβάζομαι

verbal expression (compromise)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καλύπτω προδιαγραφές ποιότητας

verbal expression (be of established standards)

The goods were sent back to the manufacturer because they did not meet quality requirements.

είμαι επαρκής/κατάλληλος

verbal expression (suffice, be appropriate)

επωμίζομαι το βάρος της αποδείξεως

verbal expression (law: present sufficient evidence)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It is the prosecution that must meet the burden of proof, not a defendant.

ανταποκρίνομαι στον ορισμό, συμφωνώ με τον ορισμό

verbal expression (be described accurately as such)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω συνάντηση με κπ

(person)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Our team of advisors will meet with you to discuss your career goals.
Η ομάδα των συμβούλων μας θα έχει συνάντηση μαζί σας, προκειμένου να συζητήσετε τους επαγγελματικούς στόχους σας.

επιδοκιμάζομαι, εγκρίνομαι, υποστηρίζομαι

verbal expression (be endorsed, supported)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Penelope's suggestion met with approval.

επιδοκιμάζομαι από κπ, εγκρίνομαι από κπ, υποστηρίζομαι από κπ

verbal expression (be endorsed, supported by [sb])

The plans met with the approval of the local business community.

πετυχαίνω, επιτυγχάνω

verbal expression (succeed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He met with success early at his new job.

ικανοποιώ τις ανάγκες, καλύπτω τις ανάγκες

verbal expression (be adequate or satisfactory)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Although the apartment wasn't plush, it met my needs.

χάρηκα

interjection (informal (pleased to make your acquaintance) (για τη γνωριμία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nice to meet you! Your brother has told me so much about you.

χαίρω πολύ, χάρηκα

interjection (greeting)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Pleased to meet you, Mr Green; I trust you had a good journey?

εκδήλωση όπου οι συμμετέχοντες ανταλλάζουν αντικείμενα του ενδιαφέροντός τους

noun (mainly US (fair, bazaar)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αγώνισμα στίβου

noun (athletics event)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My daughter won first place at the high school track meet in the 50 yard dash.

εις το επανιδείν

interjection (goodbye for now)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέχρι να τα ξαναπούμε

expression (for now, until our next meeting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please take care of my sister until we meet again.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του meet στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του meet

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.