Τι σημαίνει το classified στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης classified στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του classified στο Αγγλικά.

Η λέξη classified στο Αγγλικά σημαίνει εμπιστευτικός, απόρρητος, αγγελία, αγγελίες, ταξινομώ, κατατάσσω, κατηγοριοποιώ, χαρακτηρίζω κτ ως απόρρητο, αγγελία, μικρές αγγελίες, αγγελία, μικρές αγγελίες, καταχώρηση μικρών αγγελιών, απόρρητη πληροφορία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης classified

εμπιστευτικός, απόρρητος

adjective (top secret)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was convicted of passing classified information.
Καταδικάστηκε για διακίνηση απόρρητων πληροφοριών.

αγγελία

noun (informal (small newspaper advertisement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Here's a classified for two kittens, free.
Να μια αγγελία για δυο γατάκια, δωρεάν.

αγγελίες

plural noun (informal (newspaper or website section)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Mila put an ad in the classifieds to sell her car.

ταξινομώ, κατατάσσω, κατηγοριοποιώ

transitive verb (sort by class or kind)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Classify the students by month of birth.
Να κατατάξεις τους μαθητές σύμφωνα με τον μήνα γέννησης.

χαρακτηρίζω κτ ως απόρρητο

transitive verb (usu passive (document: make secret)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The report was classified and never released.
Η αναφορά χαρακτηρίστηκε ως απόρρητη και δε δημοσιοποιήθηκε ποτέ.

αγγελία

noun (informal, abbreviation (small advertisement in a newspaper)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mark placed a classified ad in the local newspaper.

μικρές αγγελίες

plural noun (informal, abbreviation (newspaper or website section) (μόνο πληθυντικός)

αγγελία

noun (small advert in newspaper)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My brother wanted to sell his car, so he placed a classified advertisement in the local newspaper.

μικρές αγγελίες

plural noun (newspaper or website section)

καταχώρηση μικρών αγγελιών

noun (ads in newspapers, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Revenue from classified advertising used to fund newspapers, but now it's going online.

απόρρητη πληροφορία

noun (data: restricted access)

I would like to be able to discuss this student's medical history, but that's classified information. For reasons of national security, the photos are considered classified information and will not be released to the public.
Θα ήθελα να είμα σε θέση να αναφερθώ στο ιατρικό ιστορικό του μαθητή, αλλά αποτελεί απόρρητη πληροφορία. Για λόγους εθνικής ασφάλειας, οι φωτογραφίες θεωρούνται απόρρητες πληροφορίες και δε θα δημοσιοποιηθούν.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του classified στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του classified

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.