Τι σημαίνει το colgar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης colgar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του colgar στο ισπανικά.

Η λέξη colgar στο ισπανικά σημαίνει κλείνω το τηλέφωνο, κρεμάω, κρεμώ, κρεμάω, απαγχονίζομαι, ανεβάζω, απλώνω κτ για να στεγνώσει, κρέμομαι, αιωρούμαι, κρέμομαι, εκ νέου ανάρτηση, κρεμάω, κρεμώ, στερεώνω, εκθέτω, παρουσιάζω, κρέμομαι, προεξέχω, κρεμάω, απλώνω, κρεμάω, απαγχονίζομαι, κρεμάω, κρεμώ, κρέμομαι, ακινητοποιώ, κρεμάω, κρεμώ, κρεμάω, κρεμώ, απαγχονίζω, σταυρώνω, τα τινάζω, τα κακαρώνω, βγάλτε γρήγορα, απομακρύνετε γρήγορα, βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, μένω στη γραμμή (μου), το κλείνω σε κπ, προεξέχω, κρεμάω, κρεμώ, κρέμομαι, τα κακαρώνω, τα τινάζω, ξανακρεμώ, κρεμάω κτ από κτ, κρεμάω κάτι σε κάτι, βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, πάω στα θυμαράκια, κοπανάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης colgar

κλείνω το τηλέφωνο

verbo transitivo (teléfono)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es muy grosero colgar en medio de una conversación telefónica.
Είναι πολύ αγενές να κλείνεις το τηλέφωνο στη μέση μιας συνομιλίας.

κρεμάω, κρεμώ

verbo transitivo (κάτι, κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Qué opinas sobre colgar el espejo en esa pared?
Τι θα έλεγες να κρεμάσουμε τον καθρέφτη σε αυτό τον τοίχο;

κρεμάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los niños colgaron sus abrigos al fondo del aula.

απαγχονίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Colgarán al ladrón cuando descubran sus crímenes.

ανεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eugenio prometió subir los archivos al final del día.
Ο Γιουτζίν υποσχέθηκε να ανεβάσει τα αρχεία μέχρι το τέλος της ημέρας.

απλώνω κτ για να στεγνώσει

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρέμομαι, αιωρούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las llaves colgaban del cinturón del guardia de la prisión.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Υπήρχε ένα ηλεκτρικό καλώδιο που κρεμόταν από τον τοίχο.

κρέμομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las decoraciones del Día de Brujas colgaban del techo.

εκ νέου ανάρτηση

verbo transitivo (arte) (έργα σε γκαλερί)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρεμάω, κρεμώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hay un gancho en la parte superior del farol que puede usarse para colgarlo.

στερεώνω

verbo transitivo (AR)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un pájaro atacó a la asistenta mientras colgaba la ropa en el tendedero.

εκθέτω, παρουσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Colgó un cuadro para que lo vieran los visitantes.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Εξέθεσε μια φωτογραφία για να τη βλέπουν οι επισκέπτες.

κρέμομαι

(γλώσσα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El hombre triste miraba hacia el suelo mientras su cabeza colgaba hacia delante.

προεξέχω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La lengua del gato colgaba.
Η γλώσσα της γάτας κρέμονταν.

κρεμάω

(και αφήνω να κουνιέται)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las piernas de los chicos colgaban sobre la cubierta.
Τα παιδιά κρέμασαν τα πόδια τους απ' την αποβάθρα.

απλώνω, κρεμάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Felicity está colgando la ropa en la soga.
Η Φελίσιτι κρεμά τα πλυμένα στο σχοινί.

απαγχονίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El juez le dijo al acusado que lo colgarían.

κρεμάω, κρεμώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Evelyn colgó la ropa lavada en la cuerda.

κρέμομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los rulos de Lizzy pendían junto a su cuello en el caluroso clima.

ακινητοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El oficial de policía sujetó al sospechoso contra el piso.

κρεμάω, κρεμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En Navidad, siempre ponemos (or: colocamos) luces alrededor de la casa.

κρεμάω, κρεμώ

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Colguemos esa planta de un gancho en el techo.
Ας κρεμάσουμε εκείνο το φυτό από έναν γάντζο στο ταβάνι.

απαγχονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En el siglo XIX era común colgar a los criminales.
Τον δέκατο ένατο αιώνα ήταν σύνηθες να κρεμάνε τους εγκληματίες.

σταυρώνω

locución verbal (figurado) (μτφ: κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La oposición va a colgar a ese político por sus actos.

τα τινάζω, τα κακαρώνω

(coloquial) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Te enteraste de que su abuelo estiró la pata?

βγάλτε γρήγορα, απομακρύνετε γρήγορα

locución verbal (ropa)

La etiqueta de la camisa dice: "Lávelo con agua fría, centrifugue y tiéndalo inmediatamente".

βλέπω τα ραδίκια ανάποδα

(coloquial) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μένω στη γραμμή (μου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por favor espere mientras tratamos de conectarlo.

το κλείνω σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προεξέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El techo sobresale por encima del porche por casi un metro.
Η οροφή προεξέχει από τη βεράντα κατά ένα μέτρο περίπου.

κρεμάω, κρεμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La turba enardecida clamaba "¡ahórquenlo!".

κρέμομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τα κακαρώνω, τα τινάζω

locución verbal (AmL, coloquial) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando me muera, espero colgar los tenis en paz, mientras duerma, a muy avanzada edad.

ξανακρεμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρεμάω κτ από κτ, κρεμάω κάτι σε κάτι

No cuelgues nada muy pesado de estos ganchos.

βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, πάω στα θυμαράκια

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Había rumores de que el jefe de la mafia había estirado la pata hace ya algún tiempo.
Φήμες έλεγαν ότι ο άρχοντας του εγκλήματος βλέπει τα ραδίκια ανάποδα εδώ και λίγο καιρό.

κοπανάω

locución verbal (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του colgar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.