Τι σημαίνει το commuting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης commuting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του commuting στο Αγγλικά.

Η λέξη commuting στο Αγγλικά σημαίνει καθημερινή διαδρομή από και προς τη δουλειά, καθημερινή μετακίνηση από και προς τη δουλειά, της μετακίνησης από και προς τη δουλειά, πηγαινοέρχομαι, πηγαινοέρχομαι, μειώνω, ελαττώνω, μετακίνηση προς τη δουλειά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης commuting

καθημερινή διαδρομή από και προς τη δουλειά, καθημερινή μετακίνηση από και προς τη δουλειά

noun (travel to and from work)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Commuting is a part of daily life for many people.

της μετακίνησης από και προς τη δουλειά

adjective (traveling to and from work)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Going to work by bicycle can improve your commuting experience.

πηγαινοέρχομαι

intransitive verb (travel to work) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I work from home now, so I no longer have to commute.
Δουλεύω απ' το σπίτι τώρα, οπότε δε χρειάζεται πια να πηγαινοέρχομαι.

πηγαινοέρχομαι

(travel to: work, school) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Because she lives in the suburbs she has to commute to the city for work.
Καθώς ζει στα προάστια πρέπει να πηγαινοέρχεται στην πόλη για τη δουλειά της.

μειώνω, ελαττώνω

transitive verb (prison sentence: reduce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The judge commuted the prisoner's sentence on a technicality.
Ο δικαστής ελάττωσε (or: μετρίασε) την ποινή του κρατούμενου βασιζόμενος σε μια επουσιώδη λεπτομέρεια.

μετακίνηση προς τη δουλειά

noun (journey to work)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My morning commute is long and often stressful.
Η διαδρομή μου προς τη δουλειά τα πρωινά είναι μεγάλη και συχνά αγχωτική.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του commuting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του commuting

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.