Τι σημαίνει το company στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης company στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του company στο Αγγλικά.

Η λέξη company στο Αγγλικά σημαίνει εταιρεία, ομάδα, παρέα, παρέα, συντροφιά, λόχος, πλήρωμα, ομάδα, συντροφεύω, συνοδεύω, Co, Co., κοβάλτιο, συ-, συν-, εταιρικός λογαριασμός, λογαριασμός εταιρικού πελάτη, έδρα της εταιρείας, έδρα της εταιρίας, άνθρωπος της εταιρείας, άνθρωπος της εταιρίας, επωνυμία, πακέτο εταιρικών παροχών, φιλοσοφία της εταιρείας, εταιρική πολιτική, εταιρική πόλη, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, άνθρωπος της εταιρείας, άνθρωπος της εταιρίας, εταιρεία συμβούλων, οικογενειακή επιχείρηση, πετρελαϊκή εταιρία, καλή παρέα, φαρμακευτική εταιρεία, εταιρεία υγειονομικής περίθαλψης, ελέγχουσα εταιρεία, εταιρεία χαρτοφυλακίου, παρουσία αντρών και γυναικών, ενδοεταιρικός, ασφαλιστική εταιρεία, διεπιχειρησιακός, συμμετοχική εταιρεία, συμμετοχική εταιρία, κάνω παρέα σε κπ, κρατάω συντροφιά σε κπ, συνδέομαι με κπ, εταιρία περιορισμένης ευθύνης, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, ποτοποιία, Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης, θέλω κάποιον να μοιραστώ τον πόνο μου, εταιρεία παροχής ενυπόθηκων δανείων, μητρική εταιρεία, πολυεθνική, πολυεθνική εταιρεία, εταιρεία επενδύσεων, μητρική εταιρία, παίρνει ο καθένας τον δρόμο του, ευχάριστη παρέα, ανώνυμη εταιρεία, ανώνυμη εταιρία, δισκογραφική εταιρεία, δισκογραφικής εταιρείας, θίασος, ανενεργή εταιρεία, ανενεργή επιχείρηση, ναυτιλιακή εταιρεία, αδερφή εταιρεία, αδελφή εταιρεία, αδερφή εταιρεία, αδελφή εταιρεία, εταιρεία λογισμικού, νεοφυής επιχείρηση, δημόσια/κρατική επιχείρηση, ταξιδιωτικός ατζέντης, ταξιδιωτικός πράκτορας, εταιρεία διαχείρισης, εταιρεία επενδύσεων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης company

εταιρεία

noun (business) (επιχείρηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mike works for a large company.
Ο Μάικ εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρεία.

ομάδα

noun (group of people)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A company of protesters met at the town square.

παρέα

noun (social gathering)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After dinner, Uncle Arthur regaled the company with another of his lengthy anecdotes.
Μετά το δείπνο, ο θείο Άρθουρ διασκέδασε την παρέα με ακόμα ένα από τα μακροσκελή ανέκδοτά του.

παρέα, συντροφιά

noun (fellowship, guests)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We're having company over to visit.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα έχουμε παρέα για δείπνο απόψε και ετοιμάζω αρνάκι φρικασέ.

λόχος

noun (military: unit)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Private Stevens is assigned to B Company.

πλήρωμα

noun (ship's crew)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The ship's company went to sleep for the night.

ομάδα

noun (firemen and equipment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The company of firefighters raced to the blazing building.

συντροφεύω

intransitive verb (archaic (associate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνοδεύω

transitive verb (archaic or regional (accompany)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Co, Co.

noun (abbreviation (Company) (σντμ: εταιρεία)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Shares in Acme Co. rose last week.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η εταιρεία του ονομάζεται «Παπαδόπουλος και Σία».

κοβάλτιο

noun (written, abbreviation (cobalt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συ-, συν-

prefix (law: joint, in conjunction with)

εταιρικός λογαριασμός

noun (bank account in business name)

λογαριασμός εταιρικού πελάτη

noun (customer account in business name)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έδρα της εταιρείας, έδρα της εταιρίας

noun (head office of a business)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The company headquarters are located in New York.

άνθρωπος της εταιρείας, άνθρωπος της εταιρίας

noun (loyal male worker)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

επωνυμία

noun (business title)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πακέτο εταιρικών παροχών

noun (set of benefits from an employer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φιλοσοφία της εταιρείας

noun (ethos of a business organization)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εταιρική πολιτική

noun (rule established by a company)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εταιρική πόλη

noun (US (city: owned by one business)

All of the company's employees were required to live in the company town.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (US, figurative (city: one big employer)

Hershey, Pennsylvania, home of the chocolate of the same name, is a company town.

άνθρωπος της εταιρείας, άνθρωπος της εταιρίας

noun (loyal female worker)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εταιρεία συμβούλων

noun (business paid to advise)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οικογενειακή επιχείρηση

noun (business: family-owned)

πετρελαϊκή εταιρία

noun (public company selling gas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The gas company raised its rates for the winter.

καλή παρέα

noun (invariable (pleasant, welcome companion)

φαρμακευτική εταιρεία

noun (UK (makes pharmaceuticals)

εταιρεία υγειονομικής περίθαλψης

noun (US (provides medical insurance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελέγχουσα εταιρεία, εταιρεία χαρτοφυλακίου

noun (business)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παρουσία αντρών και γυναικών

adverb (with both women and men present)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Grandma thinks it is best not to discuss sex in mixed company.

ενδοεταιρικός

adjective (within a single company)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ασφαλιστική εταιρεία

noun (company that sells insurance policies)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After the accident, my insurance company refused to pay for repairs to my car.

διεπιχειρησιακός

adjective (between companies)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συμμετοχική εταιρεία, συμμετοχική εταιρία

noun (shareholders own stock)

κάνω παρέα σε κπ, κρατάω συντροφιά σε κπ

(prevent being lonely)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Brian has his dog to keep him company.

συνδέομαι με κπ

verbal expression (dated (lovers: court) (μεταφορικά)

Mary and Bob were keeping company before she met Jim.

εταιρία περιορισμένης ευθύνης

noun (UK (business structure)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εταιρεία περιορισμένης ευθύνης

noun (business structure)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ποτοποιία

noun (manufacturer of alcoholic drinks)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης

noun (Limited Liability Company)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θέλω κάποιον να μοιραστώ τον πόνο μου

expression ([sb] unhappy likes unhappy people)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εταιρεία παροχής ενυπόθηκων δανείων

noun (business providing loans to property buyers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μητρική εταιρεία

noun (business that owns a subsidiary) (μεταφορικά)

πολυεθνική

noun (international company) (εταιρία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Huge multinationals are dominating the oil industry.

πολυεθνική εταιρεία

noun (international business)

εταιρεία επενδύσεων

noun (investment program) (οικονομία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μητρική εταιρία

noun (firm that owns majority of shares)

παίρνει ο καθένας τον δρόμο του

verbal expression (end relationship)

ευχάριστη παρέα

noun ([sb] enjoyable to be with)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Yes he has some odd habits, but over all he's very pleasant company.

ανώνυμη εταιρεία, ανώνυμη εταιρία

noun (shares traded publicly)

Iconix trades as a public company on the NASDAQ.

δισκογραφική εταιρεία

noun (business: sells recorded music)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δισκογραφικής εταιρείας

noun as adjective (of a record company)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
He is a record-company executive.

θίασος

noun (stock theater company)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Joel started his acting career working for a repertory company.

ανενεργή εταιρεία, ανενεργή επιχείρηση

noun (UK (inactive business)

ναυτιλιακή εταιρεία

noun (business that sends goods overseas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some shipping companies only send goods within the country.

αδερφή εταιρεία, αδελφή εταιρεία

noun (associated business)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αδερφή εταιρεία, αδελφή εταιρεία

noun (business with same owner as another)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εταιρεία λογισμικού

noun (business that creates computer programs)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νεοφυής επιχείρηση

noun (new business)

Kirsten quit her job at a software company to join a startup. Most start-up businesses fail within the first two years.

δημόσια/κρατική επιχείρηση

noun (business: run by government)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Amtrak is a good example of a state-owned company.

ταξιδιωτικός ατζέντης, ταξιδιωτικός πράκτορας

noun (agent organizing package holidays)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quite a few tour operators have gone out of business recently.

εταιρεία διαχείρισης, εταιρεία επενδύσεων

noun (savings bank)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του company στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του company

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.