Τι σημαίνει το community στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης community στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του community στο Αγγλικά.

Η λέξη community στο Αγγλικά σημαίνει κοινότητα, παροικία, γειτονιά, κοινότητα, κοινωνία, κοινόβιο, κοινότητα, κοινόβιο, ερασιτεχνικό θέατρο, ευρύτερη κοινότητα, κέντρο κοινότητας, κολλέγιο, δημοτική αστυνόμευση, κοινή περιουσία, εντευκτήριο, κοινωφελής εργασία, διάδοση στην κοινότητα, ερασιτεχνικό θέατρο, μετάδοση στην κοινότητα, ΕΚ, ΕΟΚ, Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, τοπική κοινότητα, μέλος της τοπικής κοινωνίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης community

κοινότητα, παροικία

noun (social group)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Every Wednesday, the Spanish community here gets together at a café.
Κάθε Τετάρτη, η ισπανική κοινότητα (or: παροικία) συγκεντρώνεται σε μια καφετέρια.

γειτονιά

noun (neighborhood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We live in Springfield. It is a lovely community.
Μένουμε στο Σπρίνγκφιλντ. Είναι μια όμορφη γειτονιά.

κοινότητα

noun (group: [sth] in common)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The gay community must have the right to be heard.
Η κοινότητα των ομοφυλοφίλων πρέπει να έχει το δικαίωμα έκφρασης.

κοινωνία

noun (society, public) (σύνολο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The community was outraged by the murder.
Η κοινωνία εξοργίστηκε με τον φόνο.

κοινόβιο

noun (monastic group)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The community of Franciscan friars lived together.

κοινότητα

noun (group of nations)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The international community was outraged by the genocide.

κοινόβιο

noun (joint ownership)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The residents of the commune believed in a community of goods.

ερασιτεχνικό θέατρο

noun (UK, informal, abbreviation (amateur dramatics)

ευρύτερη κοινότητα

noun (everyone in area)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The community at large is asking the police to do something about the rising crime rate.

κέντρο κοινότητας

noun (US (local venue)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The summer program at the community center keeps the kids off the streets.

κολλέγιο

noun (educational institution)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can save thousands of dollars by taking courses at a community college before attending university.

δημοτική αστυνόμευση

noun (police, community cooperation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The neighborhood set up a watch group to do community policing.

κοινή περιουσία

noun (US (property of a married couple) (ανδρόγυνου)

εντευκτήριο

noun (public meeting and events space)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοινωφελής εργασία

noun (work done as punishment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was sentenced to 100 hours of community service.
Καταδικάστηκε σε 100 ώρες κοινωφελούς εργασίας.

διάδοση στην κοινότητα

noun (infection of unknown source)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The lockdown started after the health department detected community spread of the virus.

ερασιτεχνικό θέατρο

noun (amateur stage productions)

μετάδοση στην κοινότητα

noun (spread of infection with no clear source)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ΕΚ

noun (historical, initialism (European Community) (σντμ: Ευρωπαϊκή Κοινότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The EC was formed in 1957.

ΕΟΚ

noun (historical, initialism (European Economic Community) (σντμ: Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The EEC was established in 1957 to integrate European economies.

Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα

noun (historical (economic alliance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τοπική κοινότητα

noun (residents of a given area)

μέλος της τοπικής κοινωνίας

noun (local inhabitant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alex is a respectable member of the community.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του community στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του community

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.