Τι σημαίνει το hard στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hard στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hard στο Αγγλικά.

Η λέξη hard στο Αγγλικά σημαίνει σκληρός, σκληρός, δυνατός, δύσκολος, δυνατά, πολύ, -, σκληρά, κακοτράχαλος, βαρύς, αυστηρός, σκληρός, κακός, αυστηρός, σκληρός, σκληρόκαρδος, σκληρός, φωτογραφικός, σκληρός, τσιγκούνης, σκληρός, βαρύς, σκληρός, ξεροψημένος, ξεραίνομαι, σκληρός, σκληρός, προστατευμένος, σκληρός, είμαι σκληρός με κπ, είμαι αυστηρός με κπ, προσεκτικά, αυστηρά, τέρμα, δύσκολα, σχεδόν, τμήμα της παραλίας που αποκαλύπτεται μόνο κατά την άμπωτη, δύσκολη περίπτωση, δύσκολος, μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, μηλίτης, χρήματα, λεφτά, μετρητά, επιπλήττω αυστηρά, αντιδραστικός, σκληροπυρηνικός, αρτηριοσκληρωτικός, φανατικός, αντιδραστικός, σκληροπυρηνικός, αρτηριοσκληρωτικός, φανατικός, κάνω σκληρό παζάρι, αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες, δυσκολεύω, μαλώνω, αφοσιώνομαι σε κάτι, προσπαθώ πολύ, σκληρός, ανθεκτικός, σκληροτράχηλος, ανάλγητος, ασυγκίνητος, με τα μούτρα στη δουλειά, σκληρό χτύπημα/πλήγμα, συμφορά, σκληρό συναισθηματικό πλήγμα, σφιχτός, σκληροτράχηλος, κοντά σε κτ, καραμέλα, σκληρός, μετρητά, κακοτυχία, μηλίτης, ανθρακίτης, λιθάνθρακας, έντυπη μορφή, σκληροπυρηνικός, σκληρός, άγριος, σκληροπυρηνικός, μετρητά, σκληρό νόμισμα, σκληρός δίσκος, σκληρός δίσκος, σκληρό ναρκωτικό, κερδισμένος με μόχθο, σκληρή αλήθεια, αντικειμενικά δεδομένα, κακία, πικρία, που κερδήθηκε μετά από αγώνα, που κερδήθηκε με κόπο, παγετός, δύσκολος, κοπιαστικός, διαρκή αγαθά, σκληρή δουλειά, προστατευτικό κράνος, οικοδόμος, χτίστης, ρεαλιστής, πραγματιστής, σκληρή καρδιά, που έχει πληγεί, που έχει δεχθεί πλήγμα, σκληρή δουλειά, δύσκολη δουλειά, δύσκολο καθήκον, σκληρό χτύπημα, βαριά χτυπήματα, καταναγκαστικά έργα, ανώμαλη προσγείωση, δύσκολη ζωή, βαρύ/σκληρό/δυνατό ποτό, κακοτυχία, Δεν πειράζει!, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δυσάρεστος, άσχημος, τακτική χρηματοδότηση, απευθείας χρηματοδότηση πολιτικής εκστρατείας, πολύτιμα μέταλλα, όπως χρυσός και ασήμι, ως εναλλακτική μορφή χρήματος, ειδήσεις σοβαρού περιεχομένου, βαρήκοος, άτομα με προβλήματα βαρηκοΐας, σκληρή υπερώα, σκληρό πορνό, χαρντ ροκ, βουλκανισμένο καουτσούκ/λάστιχο, επιθετική πώληση, δύσκολο προϊόν, δύσκολος, ζόρικος, σκληρό ποτό, δυσκολίες, δύσκολη εποχή, άσχημη εποχή, παντού, απίστευτος, δυσεύρετος, δυσεύρετος, δυσεύρετος, δύσκολος να υπολογιστεί, που ικανοποιείται δύσκολα, δεν μπορώ να πω με σιγουριά, ακατανόητος, ανυπόφορος, στριμωγμένος, ζορισμένος, απελπισμένος, απεγνωσμένος, σκληρό νερό, σκληρή δουλειά, κτ που θέλει κόπο, δουλευταράς, απαράβατος, απαράβατος κανόνας, σκληραγωγημένος, σφιχτό βραστό αβγό, έντυπος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hard

σκληρός

adjective (solid)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This bed has a hard mattress.
Αυτό το κρεβάτι έχει σκληρό στρώμα.

σκληρός

adjective (firm)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This bed has a hard mattress.
Αυτό το κρεβάτι έχει σκληρό στρώμα.

δυνατός

adjective (forceful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He struck him a hard blow to the head.
Του επέφερε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι.

δύσκολος

adjective (difficult)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That exam was really hard!
Αυτό το διαγώνισμα ήταν πραγματικά δύσκολο!

δυνατά

adverb (with impact)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He hit the ground hard with the pickaxe.
Χτύπησε το έδαφος δυνατά με την αξίνα.

πολύ

adverb (figurative (with deep emotion)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
His death hit them hard.
Ο θάνατός του τους επηρέασε πολύ.

-

adverb (solid) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The lake was frozen hard.
Η λίμνη είχε παγώσει τελείως.

σκληρά

adverb (with effort, energy)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She exercises hard to keep in shape.
Γυμνάζεται εντατικά για να είναι σε φόρμα.

κακοτράχαλος

adjective (rugged)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a very hard hike, over rocks and boulders.

βαρύς

adjective (inclement)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was a hard winter, but they survived.

αυστηρός

adjective (stern)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She gave him a very hard stare.

σκληρός

adjective (vigorous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They put up a long, hard fight.

κακός

adjective (bad)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We have had some very hard luck.

αυστηρός

adjective (severe) (με κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's too hard on his children.

σκληρός, σκληρόκαρδος

adjective (figurative (person: tough, unemotional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The old woman rarely showed any emotion and people said she was hard.
Η ηλικιωμένη γυναίκα σπάνια εκδήλωνε συναισθήματα και ο κόσμος τη θεωρούσε σκληρόκαρδη.

σκληρός

adjective (sharp, distinct)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her face has hard features.

φωτογραφικός

adjective (photograph: high contrast)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Print the photo using hard paper.

σκληρός

adjective (unsentimental)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When I started to cry in his office, he just gave me a hard look and asked me to leave.

τσιγκούνης

adjective (colloquial (stingy) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He won't lend you any money? That's rather hard.

σκληρός

adjective (figurative (currency)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You'll need hard currency to pay for this.

βαρύς

adjective (figurative (drink: alcoholic) (με πολύ αλκοόλ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He only drinks hard liquor, never beer.
Πίνει μόνο βαριά ποτά και ποτέ μπύρα.

σκληρός

adjective (water: with minerals)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Water is hard if it leaves deposits in the shower.

ξεροψημένος

adjective (baked goods: crusty)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
This bread has a lovely hard crust.

ξεραίνομαι

adjective (baked goods: stale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bread will go hard if you leave it uncovered.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αν σου φαίνεται ξερό (or: ξεραμένο) το ψωμί, μπορείς να το βουτήξεις στο γάλα σου.

σκληρός

adjective (technical (textiles: smooth)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The cloth is made with a hard fibre.

σκληρός

adjective (destructive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The army made a very hard attack on the enemy town.

προστατευμένος

adjective (military installation: protected)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The location of the army's hard missiles is secret.

σκληρός

adjective (phonetics) (τρόπος προφοράς)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You should pronounce this word with a hard "c", not a soft.

είμαι σκληρός με κπ, είμαι αυστηρός με κπ

adjective (treat [sb] harshly, sternly)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
My parents were hard on me when I was growing up.

προσεκτικά

adverb (intently)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She looked hard at the exam question.

αυστηρά

adverb (severely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The teacher looked at him hard, and told him to leave the room.

τέρμα

adverb (nautical: to an extreme)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Go hard aport and make sure everything is alright.

δύσκολα

adverb (with difficulty)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Her victory was all the sweeter for being hard won.

σχεδόν

(near, coming up to)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It was hard upon nightfall when they arrived.

τμήμα της παραλίας που αποκαλύπτεται μόνο κατά την άμπωτη

noun (UK (solid beach)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
You can access the hard during low tide.

δύσκολη περίπτωση

noun (informal ([sb] difficult) (καθομιλουμένη)

Mark is a hard one; you never know what he is thinking.

δύσκολος

noun (informal ([sb] cold, severe) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The boss is a hard one; he is very strict.

μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης

expression (facing two bad choices)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης

expression (figurative (facing a dilemma)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μηλίτης

noun (UK (alcoholic apple drink)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
After work, we stopped by the pub to have a half pint of cider.

χρήματα, λεφτά

noun (figurative (making money)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He didn't care about performing a service; all he cared about was cold, hard cash.

μετρητά

noun (money, not credit)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I'll sell you this bike, but you have to pay me in cold, hard cash.
Θα σου πουλήσω αυτό το ποδήλατο, αλλά θα πρέπει να με πληρώσεις μόνο σε μετρητά.

επιπλήττω αυστηρά

verbal expression (informal, figurative (punish) (χωρίς ποινή)

αντιδραστικός, σκληροπυρηνικός, αρτηριοσκληρωτικός, φανατικός

noun (rigid traditionalist)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She's a die hard who believes in the old ways.

αντιδραστικός, σκληροπυρηνικός, αρτηριοσκληρωτικός, φανατικός

adjective (rigidly traditionalist)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's a die-hard supporter of the Republican Party.

κάνω σκληρό παζάρι

verbal expression (be tough negotiator)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The shopkeeper drove a hard bargain, but we eventually agreed on a price for the vase.

αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες

verbal expression (be in financial difficulties)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The company fell on hard times and eventually had to close down.

δυσκολεύω

verbal expression (informal (treat harshly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They gave me a hard time at the interview.

μαλώνω

verbal expression (informal (berate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My dad gave me a hard time about not finishing my homework.

αφοσιώνομαι σε κάτι, προσπαθώ πολύ

transitive verb (informal (do [sth] intensely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I started learning Italian a year ago, and I've been going hard at it ever since.

σκληρός, ανθεκτικός, σκληροτράχηλος

adjective (tough, durable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I can't crack the ice, it is as hard as nails.

ανάλγητος, ασυγκίνητος

adjective ([sb]: tough, without sympathy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Don't expect any sympathy from him, he is as hard as nails.

με τα μούτρα στη δουλειά

adjective (working hard) (μτφ, καθομιλουμένη)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Miguel was hard at work doing his history project.

σκληρό χτύπημα/πλήγμα

noun (literal (forceful punch or strike) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Although the jab to the chin dropped him, it was the hard blow to the ribs that did the damage.

συμφορά, σκληρό συναισθηματικό πλήγμα

noun (figurative (emotional setback) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The loss of his job dealt a hard blow to his self-confidence.

σφιχτός

adjective (egg: cooked until firm) (αυγό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
How do you prefer your eggs - hard boiled or soft?

σκληροτράχηλος

adjective (figurative (person: tough)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The main character is a hard-boiled private detective.

κοντά σε κτ

preposition (informal (near)

The bakery is hard by the grocery store.

καραμέλα

noun (US (boiled sweets)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My grandmother always kept a dish of hard candies on her coffee table.

σκληρός

noun (informal ([sb] severe, unemotional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μετρητά

noun (tangible money, not credit or check)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κακοτυχία

expression (informal, figurative (tough luck)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μηλίτης

noun (US (alcoholic apple drink)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That tavern serves the best hard cider in the state.

ανθρακίτης, λιθάνθρακας

(a mineral coal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έντυπη μορφή

noun (physical copy of data)

Can you send me a hard copy of the data?

σκληροπυρηνικός

noun (those most committed to [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The arduous ascent soon separated the wimps from the hard core.

σκληρός, άγριος

adjective (pornography: obscene)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκληροπυρηνικός

adjective (person: staunch, committed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μετρητά

noun (coins and bills)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
We accept only hard currency, no checks or credit cards.

σκληρό νόμισμα

noun (currency unlikely to lose value) (μεταφορικά)

The price of a hard currency tends to remain stable in the short term.

σκληρός δίσκος

noun (computing: disk-reading hardware)

σκληρός δίσκος

noun (data-reading hardware)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The police were able to retrieve information from the fraudster's hard drive.
Η αστυνομία μπόρεσε να ανακτήσει πληροφορίες από τον σκληρό δίσκο του απατεώνα.

σκληρό ναρκωτικό

plural noun (cocaine, heroin, etc.)

He started off abusing alcohol and later moved on to hard drugs.

κερδισμένος με μόχθο

adjective (gained through strife)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκληρή αλήθεια, αντικειμενικά δεδομένα

noun ([sth] harsh but true)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The hard fact was that I had failed, and nothing could change that.

κακία, πικρία

plural noun (informal, often neg (resentment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When they broke up there were no hard feelings.
Όταν χώρισαν δεν κράτησαν κακία ο ένας στον άλλο.

που κερδήθηκε μετά από αγώνα, που κερδήθηκε με κόπο

adjective (achieved through great struggle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The campaigners were celebrating their hard-fought victory.

παγετός

noun (temperature below 28⁰ F)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δύσκολος, κοπιαστικός

noun (informal ([sth] difficult or strenuous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The climb was hard going, but the view from the top was magificent.

διαρκή αγαθά

plural noun (durable goods)

There has been a slowdown in sales of hard goods such as appliances and furniture.

σκληρή δουλειά

noun (UK, informal (hard work)

After forty-five years of hard graft, I intend to enjoy my retirement.

προστατευτικό κράνος

noun (protective helmet)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Visitors to this building site are required to wear a hard hat at all times.

οικοδόμος, χτίστης

noun (US (construction worker)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There was a group of hard hats hanging out at the bar tonight.

ρεαλιστής, πραγματιστής

noun (figurative (unsentimental person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He has a hard head on him for someone so young.

σκληρή καρδιά

noun (figurative (unsentimental) (μεταφορικά)

She has a hard heart; I've never seen her cry.

που έχει πληγεί, που έχει δεχθεί πλήγμα

adjective (suffering setback)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκληρή δουλειά

noun (difficult occupation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Long haul trucking is a hard job.

δύσκολη δουλειά, δύσκολο καθήκον

noun (difficult task)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In this recession, we're going to have a hard job persuading the boss to spend money on new computers.

σκληρό χτύπημα

plural noun (figurative, informal (real-life experience) (μεταφορικά)

Dan brings to the job a life-long experience of hard knocks.

βαριά χτυπήματα

plural noun (figurative, informal (difficult experiences) (μεταφορικά)

The advertising industry has taken some hard knocks in the recent economic downturn.

καταναγκαστικά έργα

noun (physical work done by prisoners)

ανώμαλη προσγείωση

noun (aircraft: descending with heavy impact)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The pilot misjudged his rate of descent and made a hard landing, which buckled the undercarriage.

δύσκολη ζωή

noun (difficult existence)

Working in the coal mines was a hard life.

βαρύ/σκληρό/δυνατό ποτό

noun (US (spirits, alcoholic drink) (αλκοόλ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The store sells wine and beer but no hard liquor.

κακοτυχία

noun (misfortune)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Δεν πειράζει!

interjection (showing compassion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hard luck, guys! Hopefully you'll do better next time.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

interjection (showing lack of compassion)

You didn't want that? Well, hard luck!

δυσάρεστος, άσχημος

adjective (relating to unfavorable conditions)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tired of all the hard-luck updates her friend kept posting on social media, Tania unfriended him.

τακτική χρηματοδότηση

noun (repetitive funding)

απευθείας χρηματοδότηση πολιτικής εκστρατείας

noun (US (campaign money)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πολύτιμα μέταλλα, όπως χρυσός και ασήμι, ως εναλλακτική μορφή χρήματος

noun (gold, silver, etc.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ειδήσεις σοβαρού περιεχομένου

noun (informal (information about serious and current events) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This newspaper has a reputation for hard news rather than celebrity gossip.

βαρήκοος

adjective (partially deaf)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My grandfather is hard of hearing, so don't bother talking to him from across the room.

άτομα με προβλήματα βαρηκοΐας

plural noun (invariable (partially-deaf people)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Subtitles are provided for the deaf and hard of hearing.

σκληρή υπερώα

noun (bone at roof of the mouth)

σκληρό πορνό

noun (figurative, informal (explicit pornography)

χαρντ ροκ

noun (heavy form of popular music)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I prefer easy listening and jazz to hard rock.

βουλκανισμένο καουτσούκ/λάστιχο

noun (vulcanized rubber)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The truck's tires were made of hard rubber.

επιθετική πώληση

noun (informal (aggressive sales) (μεταφορικά: επίμονη)

The hard sell is a tactic designed to quickly close a sale.

δύσκολο προϊόν

noun (informal, figurative ([sth]: hard to make desirable)

It will be a hard sell to convince the rebels to back a plan to end the civil war.

δύσκολος, ζόρικος

noun (informal, figurative (person: hard to persuade)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mike was a hard sell I, but I eventually won him over.

σκληρό ποτό

noun (slang, figurative (liquor, alcoholic drink) (αργκό,μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some people like beer or wine, but others prefer the hard stuff.

δυσκολίες

plural noun (financial hardship)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Both he and she are unemployed and they're going through some hard times.

δύσκολη εποχή, άσχημη εποχή

plural noun (difficult period) (συχνά πληθυντικός)

These are hard times for those wanting to start their own business.

παντού

adjective (found or seen everywhere)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Those advertisements are hard to avoid; we see them on any page with Google ads.

απίστευτος

adjective (not credible) (δύσκολα πιστευτός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's hard to believe that this was once all open fields.
Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι όλο αυτό ήταν μόνο χωράφια κάποτε.

δυσεύρετος

adjective (rare, difficult to find)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
First editions of the book are hard to come by.

δυσεύρετος

adjective (rare, elusive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
First editions of this book are really hard to find.

δυσεύρετος

adjective (difficult to locate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δύσκολος να υπολογιστεί

adjective (difficult to measure or judge)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Because it is hard to gauge the depth of the water, it is dangerous to dive in.

που ικανοποιείται δύσκολα

adjective (fussy, not easily satisfied)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My boss has very high expectations of our work and as a result is very hard to please.

δεν μπορώ να πω με σιγουριά

adjective (not easy to determine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's hard to say who will win this year's World Cup.

ακατανόητος

adjective (not reasonable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His motives are hard to understand.

ανυπόφορος

adjective (US, figurative (person: not easy to tolerate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στριμωγμένος, ζορισμένος

adjective (informal (poor) (μεταφορικά: οικονομικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I'm not exactly hard up, but I still don't like to waste money.
Δεν είναι ότι ζορίζομαι, παρ' όλα αυτά δεν μου αρέσει να σπαταλάω χρήματα.

απελπισμένος, απεγνωσμένος

adjective (slang (desperate for sex)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Go on a date with John? No thanks, I'm not that hard up!
Να βγω ραντεβού με τον Τζον; Ευχαριστώ δεν θα πάρω, δεν είμαι και τόσο απελπισμένη!

σκληρό νερό

noun (water with high mineral content)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you live in a hard water area you will get lime deposits in your kettle.

σκληρή δουλειά

noun (great effort)

We would like to commend you on your hard work for the company over the years.

κτ που θέλει κόπο

noun (informal ([sth]: requires effort)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Riding a bike uphill is hard work.
Το να πηγαίνεις με ποδήλατο σε ανηφόρα θέλει κόπο.

δουλευταράς

noun ([sb] who works diligently)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Julie is a hard worker who does everything that's asked of her.

απαράβατος

adjective (rule: strictly enforced)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The company has no hard-and-fast dress code, but everyone wears a business suit.

απαράβατος κανόνας

noun (rule: unbreakable)

There's no hard-and-fast rule about what makes good picnic food.

σκληραγωγημένος

adjective (figurative, informal (tough, experienced)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σφιχτό βραστό αβγό

noun (egg boiled until the yolk is set)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hard-boiled eggs are frequently required for slicing and adding to salad dishes.
Τα σφιχτά βραστά αυγά συνήθως χρησιμοποιούνται για κοπή και προσθήκη σε σαλάτες.

έντυπος

noun as adjective (data: physical form) (έγγραφο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We sell music in digital and hard-copy formats.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hard στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hard

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.