Τι σημαίνει το convenu στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης convenu στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του convenu στο Γαλλικά.

Η λέξη convenu στο Γαλλικά σημαίνει ταιριάζω, ταιριάζω, εξυπηρετώ το σκοπό, είμαι κατάλληλος, συμφωνημένος, προβλέψιμος, αναμενόμενος, συμφωνημένος, καθορισμένος, προκαθορισμένος, εγκεκριμένος, πεζός, κοινότυπος, κοινότοπος, με εξυπηρετεί, δίνω τα χέρια για κτ, ακατάλληλος, αταίριαστος, πιο κατάλληλος, του γούστου σου, μου αρέσει, δεν διαθέτω τις απαραίτητες ιδιότητες/προσόντα, αρμόζω σε κπ/κτ, ταιριάζω σε κπ/κτ, άνετα, κατάλληλος, κατάλληλος, κατάλληλος, κατάλληλος, ακατάλληλος, καταλληλότητα για κτ, πειράζω, φέρνω δυσπεψία/ανακατωσούρα, βολεύω, ταιριάζω σε κπ, ακατάλληλος, συμφωνώ, πολλά υποσχόμενος, κανονίζω, κατάλληλος, συμφωνώ σε κτ, συμφωνώ σε κτ, καταλληλότητα, βολεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης convenu

ταιριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ταιριάζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξυπηρετώ το σκοπό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si vous n'avez pas de pelle pour creuser un trou, un bâton pointu peut faire l'affaire (or: convenir).

είμαι κατάλληλος

(figuré)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

συμφωνημένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Zelda est arrivée au restaurant à l'heure convenue.
Η Ζέλντα έφτασε στο εστιατόριο τη συμφωνημένη ώρα.

προβλέψιμος, αναμενόμενος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tous les films de Hollywood semblent convenus en ce moment.

συμφωνημένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

καθορισμένος, προκαθορισμένος

adjectif (heure, jour)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les étudiants arrivèrent à l'heure convenue pour l'épreuve pratique.
Οι μαθητές έφτασαν την προκαθορισμένη ώρα για το διαγώνισμα εξάσκησης.

εγκεκριμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πεζός, κοινότυπος, κοινότοπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le service est bon dans ce restaurant, mais la cuisine est plutôt banale (or: convenue).
Η εξυπηρέτηση είναι καλή σε εκείνο το εστιατόριο, αλλά το φαγητό είναι κάπως συνηθισμένο.

με εξυπηρετεί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quelle heure vous conviendrait ? On pourrait sortir manger vendredi soir. Ça te convient (or: Ça te va) ?
Μπορούμε να πάμε για φαγητό την Παρασκευή το βράδυ. Σε βολεύει;

δίνω τα χέρια για κτ

(επισφράγιση συμφωνίας)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακατάλληλος, αταίριαστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette tenue n'est pas du tout appropriée pour un dîner aussi chic.
Αυτά τα ρούχα είναι εντελώς ακατάλληλα για ένα τόσο πολυτελές δείπνο.

πιο κατάλληλος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quel style est le mieux adapté à ma morphologie ?
Ποιο στυλ είναι πιο κατάλληλο για το σώμα μου;

του γούστου σου

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je pense que ce nouveau film pourrait être ton genre (or: ton style). Tu vas adorer ce nouveau club, c'est vraiment ton genre !

μου αρέσει

Cette situation ne me convient pas.
Αυτή η κατάσταση δεν μου κάθεται καλά.

δεν διαθέτω τις απαραίτητες ιδιότητες/προσόντα

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cette actrice ne convient pas pour ce rôle.

αρμόζω σε κπ/κτ, ταιριάζω σε κπ/κτ

άνετα

(personne : dans [qch], quelque part)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le week-end, je porte toujours des vêtements dans lesquels je suis à l'aise.
Τα σαββατοκύριακα, πάντα φοράω ρούχα με τα οποία νιώθω άνετα. Είσαι άνετα έτσι που κάθεσαι στο πάτωμα;

κατάλληλος

(για κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce jouet ne convient pas aux moins de trois ans.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η ταινία δεν κάνει για παιδιά, λόγω της βίας που περιέχει.

κατάλληλος

(για κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les livres sur les personnages de Sesame Street sont destinés aux enfants de moins de 7 ans.
Τα βιβλία με τους χαρακτήρες της παιδικής τηλεοπτικής σειράς Σουσάμι Άνοιξε είναι κατάλληλα για παιδιά κάτω των 7 ετών.

κατάλληλος

verbe transitif indirect (για κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il ne pense pas que le copain de sa fille convienne à cette dernière.
Δεν πιστεύει πως το αγόρι της κόρης του κάνει για κείνη.

κατάλληλος

(για κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le traitement est adapté à tous les types de perte de cheveux.
Η θεραπεία είναι κατάλληλη για όλους τους τύπους τριχόπτωσης.

ακατάλληλος

(personne) (για κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette marque de pétrole ne convient pas aux voitures fabriquées après 1985.

καταλληλότητα για κτ

verbe transitif indirect

John devait enquêter et rédiger un rapport pour indiquer si le navire convenait au navire en mer.
Ο Τζον έπρεπε να το επιθεωρήσει και να γράψει μια αναφορά για την καταλληλότητα του σκάφους για πλεύση στη θάλασσα.

πειράζω, φέρνω δυσπεψία/ανακατωσούρα

(καθομιλουμένη, για φαγητά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les produits laitiers ne me réussissent pas.
Τα γαλακτοκομικά προϊόντα με πειράζουν.

βολεύω

(familier) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je peux te voir dans mon bureau mardi prochain, est-ce que ça marche pour toi ?
Θα μπορούσα να σε συναντήσω την άλλη Τρίτη στο γραφείο μου. Σε βολεύει;

ταιριάζω σε κπ

Ce comportement ne convient pas à quelqu'un de votre rang.
Δεν είναι πρέπον για κάποιον με τη δική σου θέση να συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο.

ακατάλληλος

(personne) (για να κάνει κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jenkins est inapte à diriger le parti en raison de ses positions extrêmes.

συμφωνώ

(ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tous les élèves conviennent que c'est un bon professeur.
Όλοι οι μαθητές συμφωνούν ότι είναι καλή δασκάλα.

πολλά υποσχόμενος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous avons deux ou trois candidats qui promettent.
Έχουμε καναδυό πολλά υποσχόμενους υποψήφιους.

κανονίζω

(à un accord,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les deux parties parvinrent à un accord.
Οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία.

κατάλληλος

(για κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La viande convient en tant que nourriture pour animaux.
Το κρέας είναι κατάλληλο για χρήση ως ζωοτροφή.

συμφωνώ σε κτ

Les deux camps se sont mis d'accord sur une trêve.

συμφωνώ σε κτ

Les deux hommes se sont mis d'accord sur le prix de la voiture d'occasion.

καταλληλότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le panel a discuté du caractère approprié de la candidature pour le poste.
Η επιτροπή συζήτησε σχετικά με την καταλληλότητα του υποψηφίου για τη θέση εργασίας.

βολεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je pourrais te voir à 14 h mercredi : est-ce que ça marche pour toi ?

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του convenu στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του convenu

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.