Τι σημαίνει το corn στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης corn στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του corn στο Αγγλικά.

Η λέξη corn στο Αγγλικά σημαίνει καλαμπόκι, καλαμπόκι, καλαμπόκι, δημητριακά, κάλος, κόκκος, παστώνω, καλαμπόκι baby, baby καλαμπόκι, κριθάρι, κριθάρι, μπλε καλαμπόκι, καραμέλα που μοιάζει με σπόρο καλαμποκιού, καλαμποκίσιο ψωμί, καλαμποκόψωμο, τσιπς από καλαμπόκι, σούπα βελουτέ με καλαμπόκι, λουκάνικο τηγανητό μέσα σε κουρκούτι από καλαμποκάλευρο, νιφάδες καλαμποκιού, καλαμποκάλευρο, άνθος αραβοσίτου, χοντρό καλαμποκάλευρο, φύλλα καλαμποκιού, καλαμποκάλευρο, μάφιν καλομποκιού, κεκάκι καλαμποκιού, καλαμποκόψωμο, καλαμποκέλαιο, ψητό καλαμπόκι, τσιρότο για κάλους, λυκοτρίβολο, σαλάτα με καλαμπόκι και λαχανικά, σκόνη από μουστάκια καλαμποκιού, μουστάκια, γένια, μαλλιά, καλαμποκόφιδο, σιρόπι καλαμποκιού υψηλής φρουκτόζης, μουστάκια, μαλλιά, γένια, που τρέφεται με καλαμπόκι, που έχει τραφεί με καλαμπόκι, κότσαλο, ορτυκομάνα, παστό μοσχαρίσιο κρέας, καλαμπόκι, αραβόσιτος, αραβόσιτος, χειροποίητο λικέρ από καλαμπόκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης corn

καλαμπόκι

noun (uncountable (cereal plant: maize)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The children played hide and seek in the tall corn.
Τα παιδιά παίζαν κρυφτό μέσα στο ψηλό καλαμπόκι.

καλαμπόκι

noun (uncountable (cereal grain: maize)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mary scattered corn for the chickens.
Η Μαίρη σκόρπισε καλαμπόκι για τα κοτόπουλα.

καλαμπόκι

noun (uncountable (maize: eaten as vegetable)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Corn is sweetest when it has been picked just before it is cooked. Corn and carrots are the only vegetables my children like.
Το καλαμπόκι είναι πιο γλυκό όταν μαζευτεί ακριβώς πριν μαγειρευτεί. Το καλαμπόκι και οι πατάτες είναι τα μόνα λαχανικά που τρώνε τα παιδιά μου.

δημητριακά

noun (UK, uncountable (cereal crops)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κάλος

noun (countable (foot condition)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Aunty’s corns hurt when she walked, so she sat down to rest.
Ο κάλος της θείας την πονούσε όταν περπατούσε και έτσι κάθισε να ξεκουραστεί.

κόκκος

noun (countable (individual seed)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A tea made with ginger and a few corns of pepper will cure a cold.

παστώνω

transitive verb (preserve with brine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In those days, every butcher knew how to corn beef.

καλαμπόκι baby, baby καλαμπόκι

noun (miniature ears of maize)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κριθάρι

noun (uncountable (barley)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κριθάρι

noun (grain of barley)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπλε καλαμπόκι

noun (cereal crop) (ποικιλία καλαμποκιού)

Blue corn tortillas don't really taste much different from regular corn tortillas, but they look distinctive.

καραμέλα που μοιάζει με σπόρο καλαμποκιού

noun (US (traditional American sweets)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καλαμποκίσιο ψωμί

noun (bread made with cornmeal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I bake my corn bread with jalapenos mixed in it.

καλαμποκόψωμο

(corn bread)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τσιπς από καλαμπόκι

noun (savoury snack food) (πρόχειρο φαγητό, σνακ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σούπα βελουτέ με καλαμπόκι

noun (US (thickened soup containing maize)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λουκάνικο τηγανητό μέσα σε κουρκούτι από καλαμποκάλευρο

noun (US (battered sausage)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

νιφάδες καλαμποκιού

plural noun (breakfast cereal: flakes of corn) (δημητριακά για πρωινό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Corn flakes is a very common breakfast in America.

καλαμποκάλευρο

noun (flour made from corn)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άνθος αραβοσίτου

noun (UK (constarch)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χοντρό καλαμποκάλευρο

plural noun (US (semolina made from maize)

φύλλα καλαμποκιού

noun (shell of an ear of maize) (που περιβάλλουν το κοτσάνι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tamales are cooked wrapped in corn husks.

καλαμποκάλευρο

noun (flour made from corn)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Corn tortillas are made with cornmeal.

μάφιν καλομποκιού, κεκάκι καλαμποκιού

noun (small cake made with cornmeal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλαμποκόψωμο

noun (soft bread made of cornmeal) (είδος ψωμιού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλαμποκέλαιο

noun (cooking oil made from corn)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Corn oil, or maize oil, is mainly used for cooking.

ψητό καλαμπόκι

noun (cooked ear of sweetcorn)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I always have to floss my teeth after eating corn on the cob.

τσιρότο για κάλους

noun (foot dressing) (πατούσα, πόδι: κάλος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λυκοτρίβολο

noun (leafy vegetable)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σαλάτα με καλαμπόκι και λαχανικά

noun (mixed sweetcorn and vegetables)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σκόνη από μουστάκια καλαμποκιού

noun (powder from maize stigmas) (είδος σκόνης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cornsilk is used to treat infections of the urinary and genital system.

μουστάκια, γένια, μαλλιά

noun (maize stigmas) (μεταφορικά: ίνες καλαμποκιού)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I love corn on the cob, but I hate trying to get the corn silk off the cobs.

καλαμποκόφιδο

noun (reptile)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σιρόπι καλαμποκιού υψηλής φρουκτόζης

noun (liquid fructose)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μουστάκια, μαλλιά, γένια

noun (hair-like stigmas on end of ear of maize) (μεταφορικά: καλαμποκιού)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
When the corn tassels turn brown, the corn is ready for harvest.

που τρέφεται με καλαμπόκι

adjective (UK (poultry: raised on corn)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει τραφεί με καλαμπόκι

adjective (US (beef: raised on corn)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κότσαλο

noun (hard core of ear of maize) (κέντρο του καλαμποκιού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ορτυκομάνα

noun (grain-eating bird) (είδος πτηνού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παστό μοσχαρίσιο κρέας

noun (US, Can (preserved salt beef)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
On St. Patrick's Day, Irish Americans enjoy a dish of corned beef and cabbage for supper.
Την ημέρα της γιορτής του Αγίου Πατρικίου, οι Αμερικανοί που έχουν καταγωγή από την Ιρλανδία τρώνε παστό μοσχαρίσιο κρέας με λάχανο για βραδινό.

καλαμπόκι

noun (seed bearing spike of corn)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She was so hungry that she ate three ears of corn.

αραβόσιτος

noun (cereal: maize)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Multi-colored Indian Corn is often used in the fall for decorations.

αραβόσιτος

noun (maize)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sweetcorn can be eaten on the cob, or the kernels can be cut off.

χειροποίητο λικέρ από καλαμπόκι

noun (US (liquor made with maize)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του corn στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του corn

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.