Τι σημαίνει το ear στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ear στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ear στο Αγγλικά.

Η λέξη ear στο Αγγλικά σημαίνει αυτί, αφτί, αυτί, αφτί, αυτί, αφτί, στάχυ, αυτί, αφτί, παίζω με το αφτί, τσακισμένη σελίδα, τσακίζω, ακουστικός πόρος, σταγόνες για τα αυτιά, μουσικό αυτί, λοβός, προστατευτικά αυτιών, καλαμπόκι, τρύπα στο αυτί, τρύπημα αυτιών, διαπεραστικός, οξύς, ετικέτα αυτιού, ωτοασπίδα, σκουλαρίκι, ωτορινολαρυγγολογίας, έσω ους, ακούω, δυσμορφία αφτιού με γυρισμένη την πάνω άκρη, μέσο αφτί, αλιώτιδα, αλιωτίδα, έξω ους, τρυπημένο αφτί, αφτί γουρουνιού, αφτί χοίρου, θάλασσα, σαλάτα, βλέποντας και κάνοντας, μικρό σκουλαρίκι, δεν ασχολούμαι, αγνοώ, αφτί του Ιούδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ear

αυτί, αφτί

noun (facial feature) (ανατομία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His left ear was sunburned.
Το αριστερό του αυτί (or: αφτί) έπαθε εγκαύματα απ' τον ήλιο.

αυτί, αφτί

noun (hearing organ) (όργανο ακοής)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was deaf in one ear.
Είναι κουφός στο ένα αυτί (or: αφτί).

αυτί, αφτί

noun (sense: music, language) (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She has a good ear and can reproduce any musical note after hearing it. His trained ear can distinguish between very similar phonemes in several foreign languages.
Έχει καλό αυτί (or: αφτί) και μπορεί να αναπαράγει κάθε μουσική νότα αφού την ακούσει. Το εκπαιδευμένο αυτί (or: αφτί) του μπορεί να διακρίνει πολύ όμοια φωνήματα σε αρκετές ξένες γλώσσες.

στάχυ

noun (botany: corn) (φυτό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This seed variety will produce a fine ear of corn.
Αυτή η ποικιλία σπόρων θα δώσει καλά στάχυα καλαμποκιού.

αυτί, αφτί

noun (sense of hearing) (μτφ: αίσθηση ακοής)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This multimedia exhibit is meant to please not only the eye but also the ear.
Αυτή η έκθεση πολυμέσων έχει σκοπό να ευχαριστήσει όχι μόνο το μάτι αλλά και το αυτί (or: αφτί).

παίζω με το αφτί

phrasal verb, transitive, separable (music: not follow a score) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I read music well, but I have a hard time playing by ear. He's amazing; he never learned to read music, he just plays by ear.

τσακισμένη σελίδα

noun (figurative, informal (turned-down page corner) (σε βιβλίο)

τσακίζω

transitive verb (informal (page: turn down corner) (σελίδα σε βιβλίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ακουστικός πόρος

noun (auditory passage)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Your ear canal is clogged with wax.

σταγόνες για τα αυτιά

(medicine)

μουσικό αυτί

noun (musical aptitude) (μεταφορικά)

Colin has an ear for music, and can play several instruments.

λοβός

noun (soft fleshy lower part of ear)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Melissa had her ear lobes pierced so she could wear studs.

προστατευτικά αυτιών

plural noun (item worn to keep ears warm) (για το κρύο)

καλαμπόκι

noun (seed bearing spike of corn)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She was so hungry that she ate three ears of corn.

τρύπα στο αυτί

noun (hole in ear for jewellery)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρύπημα αυτιών

noun (making holes in ears for jewellery)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διαπεραστικός, οξύς

adjective (figurative (scream, etc.: high-pitched)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ετικέτα αυτιού

(agriculture) (σε ζώο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ωτοασπίδα

noun (usually plural (plug worn in ears to block noise) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκουλαρίκι

noun (often plural (jewellery worn in ear)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elizabeth was searching the floor for her lost earring.
Η Ελίζαμπεθ έψαχνε το χαμένο της σκουλαρίκι στο πάτωμα.

ωτορινολαρυγγολογίας

noun as adjective (initialism (medicine: ear, nose, and throat) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έσω ους

noun (anatomy: transmits sound to brain) (ανατομία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Years of boxing have caused extensive damage to his inner ear.

ακούω

verbal expression (figurative, dated (listen)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Friends, Romans, countrymen, lend me your ears." - William Shakespeare

δυσμορφία αφτιού με γυρισμένη την πάνω άκρη

noun (deformity of the ear)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μέσο αφτί

noun (middle portion of the ear)

αλιώτιδα, αλιωτίδα

noun (chiefly UK (abalone: Channel Island) (μαλάκιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έξω ους

noun (external parts of the ear) (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The outer ear is one of the first parts of the body to get frostbite in very cold weather.

τρυπημένο αφτί

noun (ear with hole for wearing jewellery)

You often see a man with one pierced ear, but women usually pierce both ears.

αφτί γουρουνιού, αφτί χοίρου

noun (ear of a pig)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θάλασσα, σαλάτα

noun (UK, figurative (mess, botched job) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βλέποντας και κάνοντας

verbal expression (figurative (improvise)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What will we do tomorrow? Let's play it by ear.

μικρό σκουλαρίκι

noun (usually plural (small earring)

The only jewellery students are allowed to wear is a single pair of studs.

δεν ασχολούμαι

verbal expression (figurative (be unwilling to listen)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγνοώ

verbal expression (figurative (be unwilling to listen to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He needs to believe in himself and turn a deaf ear to his critics.

αφτί του Ιούδα

noun (variety of edible fungus) (είδος βρώσιμου μανιταριού)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ear στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ear

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.