Τι σημαίνει το corner στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης corner στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του corner στο Αγγλικά.

Η λέξη corner στο Αγγλικά σημαίνει γωνία, γωνία, γωνιά, γωνία, γωνιά, στριμώχνω, μονοπωλώ, μονοπώλιο, κόρνερ, γωνιακός, στρίβω, βρίσκομαι στη γωνία, στριμώχνω, στο κοντινό μέλλον, στο άμεσο μέλλον, εδώ κοντά, τυφλή γωνία, στην απέναντι γωνία, που βρίσκεται αντιδιαμετρικά, γωνιόκρανο, μαγαζάκι της γειτονιάς, στα μέρη μου, ψιλικατζίδικο, γωνιακό τραπέζι, μονοπωλώ την αγορά, μονοπωλώ την αγορά, μονοπωλώ την αγορά, ελέγχω την αγορά, με το ζόρι, στη γωνία, στη γωνία, που δεν θέλει πολύ για να συμβεί, στη γωνία, με την άκρη του ματιού μου, στρίβω, κάνω στροφή 180 μοιρών, βελτιώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης corner

γωνία

noun (intersection of edges)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Don't knock yourself on the corner of that table.
Μη χτυπήσεις στη γωνία του τραπεζιού!

γωνία, γωνιά

noun (intersection of two walls)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a chair in the right corner of the room.
Υπήρχε μια καρέκλα στη δεξιά γωνία (or: γωνιά) του δωματίου.

γωνία

noun (street: intersection) (του δρόμου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'll meet you on the corner of Jefferson Avenue and Broad Street.
Θα σε συναντήσω στη γωνία της λεωφόρου Τζέφερσον με την οδό Μπρόοντ.

γωνιά

noun (figurative (section off to the side)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She found a quiet corner in which to sit and think.
Βρήκε μια ήσυχη γωνιά για να κάτσει να σκεφτεί.

στριμώχνω

transitive verb (drive into a corner)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He cornered the girl so she couldn't get away.
Στρίμωξε το κορίτσι για να μην μπορεί να ξεφύγει.

μονοπωλώ

transitive verb (gain control, monopoly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She had just about cornered the gold market.
Είχε σχεδόν το μονοπώλιο στην αγορά χρυσού.

μονοπώλιο

noun (semi-monopoly)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The tycoon seemed to have a corner on all aspects of the oil business.

κόρνερ

noun (football: free kick from corner)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Zidane takes a corner.

γωνιακός

noun as adjective (situated in a corner)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The mother placed glossy books on the corner table.

στρίβω

intransitive verb (turn a vehicle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This car corners so badly it makes me nervous.

βρίσκομαι στη γωνία

transitive verb (be on an intersection)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The candy shop corners my street.
Το ζαχαροπλαστείο βρίσκεται στη γωνία του δρόμου μου.

στριμώχνω

transitive verb (figurative (leave no other option) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can't believe you gave her money! She cornered me; I didn't have a choice.

στο κοντινό μέλλον, στο άμεσο μέλλον

adverb (figurative (in the near future)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
It's best to be prepared because you never know what's around the corner.
Καλύτερα να είσαι προετοιμασμένος γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί στο εγγύς μέλλον.

εδώ κοντά

adverb (nearby)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A new bakery opened recently around the corner.
Πρόσφατα άνοιξε ένας καινούριος φούρνος εδώ κοντά.

τυφλή γωνία

noun (bend: impossible to see round)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στην απέναντι γωνία

adjective (US, informal (diagonal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που βρίσκεται αντιδιαμετρικά

adjective (US (diagonally opposite)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The drugstore is catercorner to the diner.
Το φαρμακείο βρίσκεται αντιδιαμετρικά του εστιατορίου.

γωνιόκρανο

noun (interior décor: angle trim) (κατασκευές, διακόσμηση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Corner bead is used to join drywall sheets at the corners.

μαγαζάκι της γειτονιάς

noun (US (small convenience store)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She didn't have enough flour so she went to the corner market to buy more.

στα μέρη μου

noun (geographic area)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I hope all is well in your corner of the world.
Ελπίζω να είναι όλα καλά στα μέρη σου.

ψιλικατζίδικο

noun (UK (small local store)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I went to the corner shop to buy some milk.

γωνιακό τραπέζι

noun (table in corner of room) (τραπέζι στη γωνία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Brian was sitting at corner table in the restaurant.

μονοπωλώ την αγορά

verbal expression (dominate trade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The company has cornered the market for online book sales.

μονοπωλώ την αγορά

verbal expression (figurative (predominate) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The actor cornered the market as regards playing the role of a tough guy.

μονοπωλώ την αγορά

verbal expression (figurative (predominate) (μεταφορικά: με γενική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Manchester United have cornered the market in scoring important goals in extra time.

ελέγχω την αγορά

transitive verb (idiom (own enough of to control market) (ιδιωματισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I tried to have a corner on the silver market by buying low priced contracts, but I failed miserably.

με το ζόρι

adverb (figurative (forced into doing [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στη γωνία

adverb (literal (where two inside walls meet) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στη γωνία

adverb (in the next street)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The post office is just around the corner.

που δεν θέλει πολύ για να συμβεί

adverb (figurative (waiting to happen)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
For every "safe" nuclear reactor, there is a disaster just around the corner.

στη γωνία

adverb (at the intersection of 2 streets)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με την άκρη του ματιού μου

adverb (in your peripheral vision)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She couldn't describe him accurately because she'd only seen him out of the corner of her eye.

στρίβω

verbal expression (turn into next road)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω στροφή 180 μοιρών

verbal expression (figurative (enter a new phase) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Scientists believe they have turned a corner in their search for a cure for cancer.

βελτιώνομαι

verbal expression (figurative (get past an obstacle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He's in a serious condition but we're hoping he'll turn the corner by morning.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του corner στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του corner

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.