Τι σημαίνει το corrupt στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης corrupt στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του corrupt στο Αγγλικά.

Η λέξη corrupt στο Αγγλικά σημαίνει διεφθαρμένος, διαβλητός, διεφθαρμένος, κατεστραμμένος, αλλοιώνομαι, διαφθείρω, αλλοιώνω, αλλοιωμένος, αλλοιωμένος, κατάχρηση εξουσίας, ανήθικος,δειφθαρμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης corrupt

διεφθαρμένος

adjective (person, organization: dishonest)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
That city was so corrupt that the entire city council went to jail.
Εκείνος ο δήμος ήταν τόσο διεφθαρμένος που ολόκληρο το δημοτικό συμβούλιο πήγε φυλακή.

διαβλητός

adjective (act: dishonest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The mayor's brother-in-law got the contract because the bidding process was corrupt. The politician has promised to end bribery and other corrupt practices.
Ο πολιτικός υποσχέθηκε ότι θα σταματήσει τη δωροδοκία και άλλες ανήθικες πρακτικές.

διεφθαρμένος

adjective (morally bad)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
They said that Robert was corrupt, and a bad example for the children.
Έλεγαν πως ο Ρόμπερτ ήταν διεφθαρμένος και αποτελούσε κακό παράδειγμα για τα παιδιά.

κατεστραμμένος

adjective (hard drive, data: altered, faulty)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Nick lost all his work when he opened a corrupt file.
Ο Νικ έχασε όλη τη δουλειά που είχε κάνει όταν άνοιξε ένα κατεστραμμένο αρχείο.

αλλοιώνομαι

intransitive verb (data: become corrupted)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The data corrupted when James transferred it.
Τα δεδομένα καταστράφηκαν όταν τα μετέφερε ο Τζέιμς.

διαφθείρω

transitive verb (deprave)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My mother was afraid that bad company would corrupt me.
Η μητέρα μου φοβόταν πως οι κακές παρέες θα με διέφθειραν.

αλλοιώνω

transitive verb (hard drive, data: make faulty)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A virus has corrupted the data and now it's useless.
Ένας ιός έχει καταστρέψει τα δεδομένα και τώρα είναι άχρηστα.

αλλοιωμένος

adjective (archaic (decaying)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αλλοιωμένος

adjective (text)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The ancient texts we have are often corrupt because of scribal errors.

κατάχρηση εξουσίας

plural noun (abuse of power)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανήθικος,δειφθαρμένος

adjective (immoral, sinful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There is no point in trying to bargain honestly with anyone as morally corrupt as that senator.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του corrupt στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του corrupt

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.