Τι σημαίνει το bent στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bent στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bent στο Αγγλικά.
Η λέξη bent στο Αγγλικά σημαίνει λυγισμένος, κλίση, πουλημένος, κουνιστός, κλεμμένος, τρελός, άγρωστη, χορταράκι, κύπειρος, χερσότοπος, λυγίζω, σκύβω, είμαι στραβός, στρίβω, στρίβω, στροφή, στροφή, νόσος των δυτών, κόμπος, λύγισμα, υποκλίνομαι, γέρνω, υποτάσσω, καμπύλη, στροφή, στροφή, καμπύλη, καμπύλες, στρίβω, λυγίζω, στρίβω, στρίβω, παγίδα, είμαι διπλωμένος στα δύο, είμαι διπλωμένος στα δύο, είμαι αποφασισμένος να κάνω κτ, αποφασισμένος να κάνω κτ, είμαι αποφασισμένος, διπλωμένος στα δύο, λύνομαι στα γέλια, εξοργίζομαι, θυμώνω, αποφασισμένος, πεισμωμένος, αποφασισμένος να κάνω κτ, έμφυτη κλίση, έμφυτη ροπή, έμφυτη τάση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bent
λυγισμένοςadjective (curved, not straight) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The back fender on the bicycle is bent. Ο πίσω λασπωτήρας στο ποδήλατο είναι στραβός. |
κλίσηnoun (inclination) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It was not Kevin's bent to help people in need. Ο Κέβιν δεν είχε κλίση στο να βοηθά ανθρώπους που έχουν ανάγκη. |
πουλημένοςadjective (figurative, UK, slang (corrupt) (καθομ, μτφ: διεφθαρμένος) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κουνιστόςadjective (UK, figurative, offensive, dated, slang (gay) (παλαιό, μτφ, μειωτικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κλεμμένοςadjective (figurative, slang (stolen) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
τρελόςadjective (figurative, slang (crazy) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άγρωστηnoun (grass) (φυτολογία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The bent in this lawn requires minimal care. |
χορταράκιnoun (grass: one stalk) (ένα μόνο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The bird fluttered away with a bent of grass in its beak. |
κύπειροςnoun (archaic (sedge, grass) (φυτολογία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χερσότοποςnoun (UK (moorland) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λυγίζωtransitive verb (make curved) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The machine bent the metal bar at a sharp angle. |
σκύβωintransitive verb (person: lean down) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Shawna bent to pick up the pen on the floor. Η Σόνα έσκυψε για να πιάσει το στυλό από το πάτωμα. |
είμαι στραβόςintransitive verb (be curved) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The door frame bends, so the door won't close properly. Η κάσα της πόρτας είναι στραβή και γι' αυτό η πόρτα δεν κλείνει καλά. |
στρίβωintransitive verb (road: curve) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Take the first road to the right after the road bends to the left. |
στρίβωintransitive verb (river: curve) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Travel a mile downstream, until you come to a place where the river bends. |
στροφήnoun (curve in the road) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Be careful of the sharp bend ahead. |
στροφήnoun (curve in a river) (ποταμού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The kayak capsized while going round a sharp bend. |
νόσος των δυτώνplural noun (decompression sickness) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Arthur suffered from the bends after scuba diving. |
κόμποςnoun (knot) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The Carrick bend allows you to attach two anchor cables to one another. |
λύγισμαnoun (informal (act of bending) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The gardener gave the branch a bend to see whether it was still young and flexible. |
υποκλίνομαι(figurative (submit to) (μεταφορικά: σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The warriors bent to the superior power of the outlaws that surrounded them. |
γέρνωtransitive verb (direct, turn) (κάτι προς κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υποτάσσω(figurative (cause to submit) (κπ/κτ σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The king vowed to bend the rebel army to his will. |
καμπύληnoun (line or form that bends) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We practiced drawing curves at the beginning of art class. Στην αρχή του μαθήματος καλών τεχνών εξασκηθήκαμε στο να σχεδιάζουμε καμπύλες. |
στροφήnoun (bend in a road) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The car came around the curve much too fast. Το αυτοκίνητο πήρε τη στροφή υπερβολικά γρήγορα. |
στροφήnoun (bend in a river) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καμπύληnoun (line on a graph) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Graph these equations and then compare the curves. Κάνε τη γραφική παράσταση αυτών των εξισώσεων και μετά σύγκρινε τις καμπύλες. |
καμπύλεςplural noun (woman's shape) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The actress Marilyn Monroe was famous for her curves. |
στρίβω, λυγίζωintransitive verb (line, form: bend, not be straight) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The lines on the map curve to indicate the contours of the land. |
στρίβωintransitive verb (road: bend) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Turn left after the road curves. Κάνε αριστερά μετά από εκεί που στρίβει ο δρόμος. |
στρίβωintransitive verb (river: bend) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παγίδαnoun (deceptive trick) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) That test had some nasty curves. |
είμαι διπλωμένος στα δύοadjective (person: doubled over) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When she came in, she was bent in half because of the pain. Όταν μπήκε μέσα ήταν διπλωμένη στα δύο από τον πόνο. |
είμαι διπλωμένος στα δύοadjective (thing: folded in two) (κυριολεκτικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) After a freak spring snowstorm, the daffodils were bent in half under the weight of the snow. |
είμαι αποφασισμένος να κάνω κτ(be determined) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The victim's father is bent on revenge. |
αποφασισμένος να κάνω κτadjective (be determined to do [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) That cousin of yours is bent on doing as much damage as he can. |
είμαι αποφασισμένοςtransitive verb (be determined about [sth]) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
διπλωμένος στα δύοadjective (person: doubled over) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He was bent over in agony. |
λύνομαι στα γέλιαadjective (figurative, informal (laughing uncontrollably) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eric was bent over with laughter after Julia had told him the joke. |
εξοργίζομαι, θυμώνωverbal expression (figurative, slang (be resentful, angry) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποφασισμένος, πεισμωμένοςadjective (informal (determined) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Είναι αποφασισμένος να έρθει απόψε παρά την κακοκαιρία. |
αποφασισμένος να κάνω κτadjective (informal (determined) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She's hell-bent on coming tonight, in spite of this awful weather. |
έμφυτη κλίση, έμφυτη ροπή, έμφυτη τάσηnoun (inherent tendency or inclination) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bent στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του bent
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.