Τι σημαίνει το poison στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης poison στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του poison στο Αγγλικά.

Η λέξη poison στο Αγγλικά σημαίνει δηλητήριο, οχιά, δηλητηριάζω, δηλητηριασμένος, δηλητηριάζω, δηλητηριάζω, δηλητηριώδες βέλος, δενδροβάτης, δηλητηριώδες αέριο, ρους το τοξικόδεντρο, δηλητηριώδης βελανιδιά, επιστολή μίσους, χάπι με δηλητήριο, τακτική υποτίμησης εταιρείας για να αποφύγει την εξαγορά, δηλητηριώδες σουμάκ, ποντικοφάρμακο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης poison

δηλητήριο

noun (dangerous liquid)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The wicked queen put poison on the apple she gave to Snow White.
Η κακιά βασίλισσα έβαλε δηλητήριο στο μήλο που έδωσε στη Χιονάτη.

οχιά

noun (figurative (harmful) (μεταφορικά: κάποιος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jacqueline's mother-in-law was poison.
Η πεθερά της Ζακλίν ήταν σκέτη οχιά.

δηλητηριάζω

transitive verb (give poison to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The wicked queen poisoned Snow White. Somebody has been poisoning cats in my neighbourhood.
Η κακιά βασίλισσα δηλητηρίασε τη Χιονάτη. Κάποιος δηλητηριάζει τις γάτες στη γειτονιά μου.

δηλητηριασμένος

adjective (containing poison)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Snow White ate the poison apple.

δηλητηριάζω

transitive verb (figurative (ruin, corrupt) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul's negative attitude poisoned Carl's pleasure in the journey.

δηλητηριάζω

transitive verb (add poison to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The wicked queen poisoned the apple.

δηλητηριώδες βέλος

noun (small projectile used to poison)

δενδροβάτης

noun (brightly-coloured amphibian)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δηλητηριώδες αέριο

noun (weapon: toxic vapour)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Poison gas was used by both sides during the Great War.

ρους το τοξικόδεντρο

noun (plant which causes skin rash)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The children were playing in poison ivy; now they're itching all over.

δηλητηριώδης βελανιδιά

noun (plant which causes skin rash)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I brushed my arm against poison oak and later broke out in a rash.

επιστολή μίσους

noun (figurative (spiteful or defamatory letter)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Someone in the village is writing poison-pen letters to his family.

χάπι με δηλητήριο

noun (espionage: suicide pill)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τακτική υποτίμησης εταιρείας για να αποφύγει την εξαγορά

noun (figurative (finance: tactic to avoid takeover)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δηλητηριώδες σουμάκ

noun (botany)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ποντικοφάρμακο

noun (substance toxic to rodents)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We had to resort to rat poison to get rid of our infestation.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του poison στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του poison

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.