Τι σημαίνει το sink στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sink στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sink στο Αγγλικά.

Η λέξη sink στο Αγγλικά σημαίνει βυθίζομαι, βυθίζομαι, πέφτω, βυθίζω, νεροχύτης, νιπτήρας, καταγώγιο, ψύκτρα, καταβόθρα, βυθίζομαι, ραγίζω, σπάω, σβήνω, καθιζάνω, καταστρέφω, σκάβω, χαράζω, χαράσσω, χάνω, θάβω, βάζω κτ στην τρύπα, κάθομαι αναπαυτικά, σωριάζομαι, απορροφώμαι, βουλιάζω, κατανοώ, εμπεδώνω, απορροφώμαι από, βουλιάζω σε, πέφτω σε κτ, βουλιάζω σε κτ, βυθίζομαι σε κτ, νιπτήρας, συλλέκτης άνθρακα, σιφόνι δαπέδου, νιπτήρας, απαγωγός θερμότητας, νεροχύτης, Ρεαλισμός του Νεροχύτη, όλα ή τίποτα, γίνομαι ψίθυρος, δαγκώνω, κάνω κτ με ενθουσιασμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sink

βυθίζομαι

intransitive verb (fall)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A stone will sink in water.
Οι πέτρες βουλιάζουν στο νερό.

βυθίζομαι

intransitive verb (ship, boat)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The ship sank after hitting an iceberg.
Το πλοίο βούλιαξε όταν χτύπησε ένα παγόβουνο.

πέφτω

intransitive verb (prices, etc.: fall)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The price of gas sank to a new low.
Η τιμή του πετρελαίου έπεσε περισσότερο από ποτέ.

βυθίζω

transitive verb (ship, boat: cause to sink)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The torpedo sank the ship.
Η τορπίλη βύθισε το πλοίο.

νεροχύτης

noun (basin in kitchen)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Just put the dirty dishes in the sink and I will clean them later.
Απλά βάλε τα βρόμικα πιάτα στο νεροχύτη και θα τα πλύνω αργότερα.

νιπτήρας

noun (hand basin in bathroom)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
When Ian brushes his teeth, he gets toothpaste all over the sink.

καταγώγιο

noun (US, figurative (corrupt place)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Stay out of that bar. It's a dirty, nasty sink.

ψύκτρα

noun (heat sink)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The computer needs another sink because it gets too hot.

καταβόθρα

noun (sink-hole)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The underground river caused a number of sinks in the land around there.

βυθίζομαι

intransitive verb (figurative (fall: sun) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It was beautiful to watch the sun sink over the horizon.

ραγίζω, σπάω

intransitive verb (figurative (heart: feel sad, disappointed) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Her heart sank when she found out that he didn't like her.

σβήνω

intransitive verb (dying person) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He sank away slowly, and finally died that night.
Έσβηνε αργά και τελικά πέθανε εκείνη τη νύχτα.

καθιζάνω

intransitive verb (subside)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The land will probably sink over time.

καταστρέφω

transitive verb (figurative (cause to fail)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The stock market crash sank the company.

σκάβω

transitive verb (dig)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The mine owner is sinking a new shaft over there. We plan to sink a well.

χαράζω, χαράσσω

transitive verb (engrave)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The engraver sank the initials into the cup.

χάνω

transitive verb (US, informal, figurative (lose: money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He sank ten thousand dollars, gambling last weekend.

θάβω

transitive verb (US, informal, figurative (ignore, suppress) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government aide pressurised the newspaper to sink the story.

βάζω κτ στην τρύπα

transitive verb (informal (billiards: pocket a ball) (μπιλιάρδο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It was a difficult shot, but he sank the ball.

κάθομαι αναπαυτικά

phrasal verb, intransitive (settle back, relax)

She sank back into the chair, closed her eyes and quickly fell asleep.

σωριάζομαι

phrasal verb, intransitive (settle down) (πέφτω, κάθομαι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She sank down into the old armchair and let out a contented sigh.

απορροφώμαι, βουλιάζω

phrasal verb, intransitive (be absorbed) (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This lotion sinks in without leaving your skin feeling greasy.

κατανοώ, εμπεδώνω

phrasal verb, intransitive (figurative (be understood)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He paused to allow the complex information to sink in.
Σταμάτησε για να μπορέσει να εμπεδώσει την πολύπλοκη πληροφορία.

απορροφώμαι από, βουλιάζω σε

phrasal verb, transitive, inseparable (be absorbed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The rainwater sinks into the dry earth.

πέφτω σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (be overwhelmed by: feeling, state)

The widow sank into a state of grief. The accident victim sank into a coma.

βουλιάζω σε κτ, βυθίζομαι σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (get comfortable in) (μεταφορικά)

νιπτήρας

noun (washbasin)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The washer was broken so I washed my clothes in the bathroom sink.

συλλέκτης άνθρακα

noun ([sth]: absorbs carbon from air)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σιφόνι δαπέδου

noun (drain in flooring)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A floor sink in the mud room is handy for rinsing mops.
Ένα σιφόνι δαπέδου στο χωλ είναι βολικό για να στίβουμε τη σφουγγαρίστρα.

νιπτήρας

noun (sink for washing hands)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There is a washbasin in each room.

απαγωγός θερμότητας

noun ([sth] that absorbs heat)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

νεροχύτης

noun (basin in kitchen)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The dishes piled up in the kitchen sink.

Ρεαλισμός του Νεροχύτη

noun (UK, figurative (depiction of working-class life) (μτφ: κίνημα στην τέχνη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όλα ή τίποτα

verbal expression (figurative (fail or succeed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's sink or swim with this final exam.

γίνομαι ψίθυρος

verbal expression (voice: become quiet)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
John's voice sank to a whisper as he told the scary story.

δαγκώνω

verbal expression (bite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The vampire sank his teeth into her soft neck.

κάνω κτ με ενθουσιασμό

verbal expression (figurative (do with enthusiasm)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'd like an acting role I can really sink my teeth into.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sink στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sink

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.