Τι σημαίνει το cozinhar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cozinhar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cozinhar στο πορτογαλικά.

Η λέξη cozinhar στο πορτογαλικά σημαίνει μαγειρεύω, μαγειρεύομαι, μαγειρεύω, μαγείρεμα, σιγοβράζω, βράζω, μαγειρεύω στο φούρνο μικροκυμάτων, παραψήνω, μαγειρεύω στο πήλινο, καίγομαι, ποσάρισμα, ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω, ψήνομαι, σκάω, βράζω, σιγοβράζω, σιγοβράζω, προμαγειρεύω, μήλο για μαγείρεμα, σέρι, παραβράζω, σιγοψήνω, σιγοβράζω, μαγειρεύω κτ στον ατμό, φτιάχνω, μαγειρεύω, σιγοβράζω, σιγοψήνω, μαραίνω, ψήνω κτ στα κάρβουνα, ψήνω στα κάρβουνα, έτοιμος για ψήσιμο, μαγειρεύω σε χύτρα ταχύτητας, μαγειρεύω σε χύτρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cozinhar

μαγειρεύω

(preparar a comida)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O marido dela vai cozinhar hoje à noite.
Ο σύζυγός της θα μαγειρέψει σήμερα.

μαγειρεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Coloque a panela em fogo baixo e deixe cozinhar.
Αφήστε την κατσαρόλα σε σιγανή φωτιά και αφήστε να μαγειρευτεί.

μαγειρεύω

verbo transitivo (ετοιμάζω φαγητώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cozinhe o peixe por quinze minutos.
Μου αρέσει να μαγειρεύω Κινέζικο.

μαγείρεμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele realmente gosta de cozinhar.
Πραγματικά του αρέσει το μαγείρεμα.

σιγοβράζω

locução verbal (em fogo baixo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wendy cozinhou o bife até que estivesse bem macio.
Η Γουέντυ σιγόβρασε το μοσχάρι μέχρι που έγινε πολύ τρυφερό.

βράζω

(em água fervente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu gosto de cozinhar camarão com batatas e milho.
Μου αρέσει να βράζω γαρίδες με πατάτες και καλαμπόκι.

μαγειρεύω στο φούρνο μικροκυμάτων

verbo transitivo (no microondas)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραψήνω

verbo transitivo (demasiadamente) (φαγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαγειρεύω στο πήλινο

(culinária)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom cozinhou um pouco da carne de veado da caçada da semana passada e fez sopa.

καίγομαι

(estar muito quente) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ποσάρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω

(fazer algo para comer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Γιατί δεν βγάζεις έξω τα σκουπίδια όσο εγώ θα ετοιμάζω φαγητό;

ψήνομαι, σκάω, βράζω

(informal, figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tire seu casaco ou você vai morrer de calor.

σιγοβράζω

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ferva a sopa em fogo baixo por quinze minutos até os legumes amolecerem.
Σιγόβρασε τη σούπα για δεκαπέντε λεπτά μέχρι να μαλακώσουν τα λαχανικά.

σιγοβράζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A sopa estava fervendo em fogo baixo no fogão.
Η σούπα σιγόβραζε στο μάτι.

προμαγειρεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μήλο για μαγείρεμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σέρι

(για μαγειρική)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

παραβράζω

(exceder o tempo de cozimento) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σιγοψήνω, σιγοβράζω

locução verbal (σε σκεπασμένο σκεύος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το κοτόπουλο θα αποκτήσει απίστευτη γεύση, αν το μπρεζάρεις για, τουλάχιστον, τρεις ώρες.

μαγειρεύω κτ στον ατμό

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sean cozinhou no vapor alguns vegetais para acompanhar a refeição.
Ο Σον μαγείρεψε μερικά λαχανικά στον ατμό για να συνοδέψει το φαγητό.

φτιάχνω, μαγειρεύω

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σιγοβράζω

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A carne estava cozinhando em fogo lento numa panela sobre o fogão.
Το κρέας σιγομαγειρευόταν σε ένα τηγάνι πάνω στο μάτι.

σιγοψήνω

expressão

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cozinhe-o em fogo baixo durante quatro horas.

μαραίνω

expressão verbal (μαγειρική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cozinhe as folhas de espinafre até ficarem macias numa wok.

ψήνω κτ στα κάρβουνα

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψήνω στα κάρβουνα

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έτοιμος για ψήσιμο

locução adjetiva (comida) (φαγητό)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μαγειρεύω σε χύτρα ταχύτητας, μαγειρεύω σε χύτρα

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cozinhar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.