Τι σημαίνει το crowd στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης crowd στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crowd στο Αγγλικά.
Η λέξη crowd στο Αγγλικά σημαίνει πλήθος, κοινό, κοινό, πλήθος, σωρός, συνωστίζομαι, σπρώχνομαι, στριμώχνομαι, παραγεμίζω, παίρνω θέση, συνωστίζομαι,μαζεύομαι γύρω από, πλημμυρίζω, σπρώχνω, παραγκωνίζω, υπεύθυνος ασφάλειας πλήθους, σηκώνω πανί, κτ που αρέσει σε όλους, κράχτης, σκορπίζω, διασκορπίζω, τραβάω τα πλήθη, ακολουθώ τον συρμό, ακολουθώ τη μάζα, ακολουθώ το πλήθος, οπαδοί της εντός έδρας ομάδας, οι δημοφιλείς, μεγάλο πλήθος, νεανικό κοινό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης crowd
πλήθοςnoun (many people) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The circus act never failed to attract crowds of curious people. Το νούμερο του τσίρκου προσέλκυε, πάντοτε, πάρα πλήθος περίεργων. |
κοινόnoun (audience) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The performer attracted a small crowd. Ο καλλιτέχνης προσέλκυσε ένα μικρό κοινό. |
κοινόnoun (specific group) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The festival attracted a youthful crowd. Το φεστιβάλ προσέλκυσε νεαρό κόσμο. |
πλήθοςnoun (the populace, the masses) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She was so beautiful that she would never be lost in the crowd. Ήταν τόσο όμορφη που ποτέ δε θα μπορούσε να χαθεί μέσα στο πλήθος. |
σωρόςnoun (figurative (items) (μεγάλος αριθμός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A crowd of boxes blocked the path. |
συνωστίζομαιintransitive verb (to form a crowd or throng) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Everyone crowded around to see the new puppy. |
σπρώχνομαι, στριμώχνομαιtransitive verb (push, press forward) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The people crowded forward to see the celebrity. |
παραγεμίζωtransitive verb (fill to overflowing) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) That biscuit tin is too crowded - take a few out. |
παίρνω θέσηtransitive verb (baseball) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The batter crowded the plate in anticipation of the first pitch. Ο ροπαλοφόρος πήρε θέση στη βάση, περιμένοντας την πρώτη ρίψη. |
συνωστίζομαι,μαζεύομαι γύρω απόphrasal verb, intransitive (literal (people: gather round) (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) There's no need to crowd in; another train is right behind this one. |
πλημμυρίζωphrasal verb, intransitive (figurative (thoughts, etc.: rush in) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σπρώχνωphrasal verb, transitive, separable (push or force out) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραγκωνίζωphrasal verb, transitive, separable (figurative (economics: reduce) (μεταφορικά: οικονομικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπεύθυνος ασφάλειας πλήθουςnoun (UK (safety steward) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σηκώνω πανίverbal expression (nautical) The sailors crowded on as much sail as the mast could carry. Οι ναύτες σήκωσαν όσο πανί άντεχε το κατάρτι. |
κτ που αρέσει σε όλουςnoun (informal (act: appeals to audience) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κράχτηςnoun (attracts attention or followers) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σκορπίζω, διασκορπίζωtransitive verb (crowd: make scatter) (πλήθος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The tear gas quickly dispersed the crowds at the protest. |
τραβάω τα πλήθηverbal expression (attract people's attention) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) That band always draws a crowd. |
ακολουθώ τον συρμόverbal expression (copy what others are doing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She was truly unique, always refusing to follow the crowd. |
ακολουθώ τη μάζα, ακολουθώ το πλήθοςverbal expression (figurative (do what everyone else does) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You can make up your own mind, or you can go with the crowd. |
οπαδοί της εντός έδρας ομάδαςnoun (supporters at sports team's own ground) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οι δημοφιλείςnoun (informal (popular people) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεγάλο πλήθοςnoun (big gathering or huddle of people) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A large crowd had gathered to watch the street artist. |
νεανικό κοινόnoun (informal, figurative (youth, young consumers) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crowd στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του crowd
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.