Τι σημαίνει το cul στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cul στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cul στο Γαλλικά.
Η λέξη cul στο Γαλλικά σημαίνει κώλος, κώλος, σεξ, κώλος, πισινός, γκομενάκι, πισινός, ποπός, πισινός, κώλος, γλυκό, κοκό, πισινός, κώλος, πορνό, αδιέξοδο, σαράβαλο, σαραβαλάκι, λουφαδόρος, λουφατζής, αδιέξοδο, αδιέξοδο, γλείφτης, αδιέξοδο, γλείφτης, γλείφτρια, άξιος περιφρόνησης, γλείφτης, άκρη, επαρχία, χαμερπής, δουλικός, κόλακας, αδιέξοδο, αδιέξοδο, χωριάτης, χωριάτισσα, γλυκανάλατος, υπερσεξουαλικός, ξεκαρδιστικός, έκπληκτος, κατάπληκτος, φιλικός, αυξημένος, αχώριστοι, κολλητοί, που δεν έχει πόδια, χέσ' το, γάμα το, βλάχος, μπουρτζόβλαχος, πονηρό αστείο, βρόμικο αστείο, ο κούκος αηδόνι, χωριάτης, βλάχος, εγκαταλελειμμένο μέρος, παρατημένο μέρος, τηλεφωνικό σεξ, κυνόροδο, πορνοπεριοδικό, αδιέξοδο, στρώνω τον κώλο μου, ξεκωλώνομαι στη δουλειά, σουφρώνω τα χείλη, γλείφω, βιάζομαι, είμαι μέχρι εδώ, σουφρώνω τα χείλη μου για να φιλήσω κάποιον, κατεβάζω, γλείφω, έκπληκτος, βουνίσιος, βλάχικος, ζαρωμένος, κωλοχανίο, μπουρδέλο, ξεπέτα, είμαι μέχρι εδώ με κπ/κτ, είμαι γλύφτης, κωλογλύφτης, κόλακας, που φιλάει κατουρημένες ποδιές, γλύφω, γλείφω, σουφρώνω τα χείλη, ξεβράκωτος, γλείφω, σούφρωμα χειλιών, κατεβάζω, Στην υγειά μας1, κάνω πικνίκ στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, γλείφω, δείχνω τον κώλο μου, σουφρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cul
κώλος(argot, vulgaire) (αργκό, χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Après sa chute, il avait de la boue au cul. Elle a un joli cul ! Έπεσε κάτω, και μετά είχε λάσπη στον κώλο του. Έχει ωραίο κώλο. |
κώλοςnom masculin (familier) (χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σεξnom masculin (familier) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κώλοςnom masculin (familier) (χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πισινόςnom masculin (vulgaire) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γκομενάκι(très familier : sexe) (μειωτικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο Ρομπ είναι τόσο ανώριμος. Το μόνο για το οποίο μιλάει είναι το «να βρει κανένα γκομενάκι». |
πισινός, ποπός(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Pose tes fesses et laisse-moi tranquille ! |
πισινός(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κώλος(άκομψο, ανεπίσημο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Un chien a mordu Drake aux fesses ! Ένα σκυλί δάγκωσε τον Ντρέικ στον πισινό! |
γλυκό, κοκό(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πισινός
Le siège des toilettes est si froid que tu vas te geler les fesses en t'asseyant dessus. |
κώλος(familier) (προσβλ: οπίσθια, γλουτοί) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πορνό(familier) (καθομιλουμένη) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il a fait des films porno pour payer ses études universitaires. |
αδιέξοδο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σαράβαλο, σαραβαλάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λουφαδόρος, λουφατζής(familier) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αδιέξοδοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cette rue est un cul-de-sac ; nous devons donc faire demi-tour. Ο δρόμος οδηγούσε σε αδιέξοδο, επομένως έπρεπε να γυρίσουμε. |
αδιέξοδο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je me suis engagé dans un cul-de-sac et j'ai dû reculer. |
γλείφτης(familier) (αργκό, μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quel lèche-bottes, constamment à faire de la lèche au patron, dans l'espoir d'obtenir une promotion. Τι κόλακας! Πάντα γλείφει το αφεντικό του, ελπίζοντας να πάρει προαγωγή. |
αδιέξοδο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les enfants du voisinage pouvaient jouer en sécurité dans le cul-de-sac comme il était piéton. |
γλείφτης, γλείφτριαnom masculin (très familier) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
άξιος περιφρόνησηςnom masculin et féminin invariable (argot, péjoratif) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γλείφτηςnom masculin et féminin invariable (familier, péjoratif) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
άκρη(d'un lieu) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επαρχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gilles habite dans la cambrousse, c'est pourquoi il ne voit jamais personne. |
χαμερπής, δουλικός, κόλακας(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αδιέξοδο(δρόμος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αδιέξοδοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nous vivons dans un joli cul-de-sac en bordure de la ville. |
χωριάτης, χωριάτισσαnom masculin (vulgaire) (πιθανά προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
γλυκανάλατος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπερσεξουαλικός(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξεκαρδιστικός(un peu familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έκπληκτος, κατάπληκτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Σας ευχαριστώ θερμά για τα πλουσιοπάροχα δώρα σας! Δεν έχω λόγια! |
φιλικός(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) À chaque fois que tu es comme cul et chemise avec moi, c'est pour m'emprunter de l'argent. |
αυξημένος(κίνηση) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αχώριστοι, κολλητοί
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που δεν έχει πόδια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χέσ' το, γάμα το(vulgaire) (αργκό, χυδαίο) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
βλάχος, μπουρτζόβλαχος(très familier, péjoratif) (ΗΠΑ, υποτιμητικό, αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Andy n'avait pas honte d'être un péquenaud et entreprit de changer la perception négative que les gens avaient des sudistes. |
πονηρό αστείο, βρόμικο αστείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il a été accusé de harcèlement sexuel car il n'arrêtait pas de faire des blagues grivoises (or: douteuses) au travail. |
ο κούκος αηδόνι(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non, le prix est trop élevé : il demande une fortune pour cette vieille voiture. Όχι, η τιμή είναι πολύ υψηλή - θέλει τη μάνα του και τον πατέρα του γι' αυτό το παλιάμαξο. |
χωριάτης, βλάχος(familier, péjoratif) (αργκό, υποτιμητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εγκαταλελειμμένο μέρος, παρατημένο μέροςnom masculin (figuré, très familier) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τηλεφωνικό σεξnom masculin (vulgaire) Je l'ai appelé pour qu'on arrange un plan cul. |
κυνόροδο(Botanique) (καρπός αγριοτρυανταφυλλιάς) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les cynorhodons mettent de la couleur dans les jardins en hiver. Ils sont aussi très riches en vitamine C. Τα κυνόροδα προσφέρουν χρώμα στον κήπο μας το χειμώνα ενώ είναι πλούσια σε βιταμίνη C. |
πορνοπεριοδικόnom masculin (familier) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αδιέξοδο(δρόμος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στρώνω τον κώλο μου(familier) (αργκό, χυδαίο, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεκωλώνομαι στη δουλειάverbe pronominal (vulgaire) (αργκό, χυδαίο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Marre de me crever le cul au boulot pour un salaire de misère ! |
σουφρώνω τα χείλη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γλείφω(vulgaire) (καθομιλουμένη, αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βιάζομαιverbe pronominal (vulgaire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
είμαι μέχρι εδώ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σουφρώνω τα χείλη μου για να φιλήσω κάποιον(souvent péjoratif) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατεβάζω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γλείφω(figuré, familier) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έκπληκτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je fus effarée (or: sidérée, stupéfaite) de lire que sa fortune s'élevait à cinq millions. Έμεινα έκπληκτος όταν διάβασα πως η έπαυλή της άξιζε πέντε εκατομμύρια. |
βουνίσιος, βλάχικος(très familier, péjoratif) (ΗΠΑ, υποτιμητικό, αργκό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ζαρωμένοςlocution adjectivale (bouche) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κωλοχανίο, μπουρδέλο(figuré, familier) (αργκό, χυδαίο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ce quartier est le coin malfamé de la ville, pour parler poliment. Αυτή η γειτονιά είναι το μπουρδέλο (or: κωλοχανίο) της πόλης. |
ξεπέταnom masculin (vulgaire, jeune) (αργκό, μειωτικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle ne me plaisait pas tellement mais c'était un bon plan cul. |
είμαι μέχρι εδώ με κπ/κτ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'en ai par-dessus la tête de tes excuses ! |
είμαι γλύφτης, κωλογλύφτης, κόλακας, που φιλάει κατουρημένες ποδιές, γλύφω(familier) Tu as eu cette promotion parce que tu as léché les bottes du patron. Πήρες αυτή την προαγωγή γιατί έγλυψες το αφεντικό. |
γλείφω(figuré, familier) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il fait de la lèche à son patron parce qu'il veut une augmentation. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν αντέχω την Κέιτ· συνέχεια γλείφει κάποιον. |
σουφρώνω τα χείλη(ses lèvres) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεβράκωτος(courant) (ανεπίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si tu veux y aller les fesses à l'air, assure-toi simplement qu'il s'agisse bien d'une plage naturiste. |
γλείφω(figuré, familier) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) Cet homme fait de la lèche à son patron parce qu'il veut une augmentation. Ο τύπος γλείφει το αφεντικό του, επειδή θέλει αύξηση. |
σούφρωμα χειλιών
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κατεβάζω(boire rapidement) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Toujours en compétition, les jumeaux ont fait un concours pour voir qui pourrait boire d'un trait le soda le plus rapidement. |
Στην υγειά μας1
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω πικνίκ στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου(États-Unis) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γλείφω(figuré, familier) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je ne supporte pas Kate : elle fait toujours de la lèche au travail. |
δείχνω τον κώλο μου(familier) (χυδαίο: σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les joueurs ont baissé leur short et montré leurs fesses aux adversaires. Οι παίκτες έδειξαν τα οπίσθιά τους στην αντίπαλη ομάδα. |
σουφρώνω(ses lèvres) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a avancé ses lèvres comme s'il s'apprêtait à embrasser quelqu'un. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cul στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του cul
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.