Τι σημαίνει το culpa στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης culpa στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του culpa στο ισπανικά.

Η λέξη culpa στο ισπανικά σημαίνει φταίξιμο, λάθος, σφάλμα, τύψη, τύψεις, ευθύνη, ευθύνη, υπαιτιότητα, ενοχή, φταίξιμο, συνείδηση, κατηγορώ, ανυπαίτιος, φταίνε και οι δύο, λάθος μου, mea culpa, μικτή ασφάλεια, εξαιτίας, κάνω κπ να νιώσει τύψεις, κάνω κάποιον να νιώσει ένοχος, αναλαμβάνω την ευθύνη, αναλαμβάνω την ευθύνη, φταίω για κτ, ευθύνομαι για κτ, βγαίνω μπροστά, κάνω κπ να το πληρώσει ακριβά, ρίχνω την ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ, τη γλυτώνω, νιώθω άσχημα που, αποδίδω, νιώθω άσχημα για κτ, ρίχνω κτ σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης culpa

φταίξιμο, λάθος, σφάλμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El accidente fue mi culpa porque no estaba poniendo atención en el camino.
Το ατύχημα ήταν δική μου υπαιτιότητα, γιατί δεν κοιτούσα πού πήγαινα.

τύψη

(συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hilary sintió un montón de culpa por la forma en la que le habló a su madre.
Η Χίλαρυ είχε πολλές τύψεις για τον τρόπο που μίλησε στη μητέρα της.

τύψεις

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Después de que ella tuvo una experiencia tan mala, sentí culpa por haberla convencido de hacerlo en primer lugar.

ευθύνη

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mucha gente comparte la culpa del accidente.
Η ευθύνη για το ατύχημα βαραίνει πολλούς.

ευθύνη, υπαιτιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La culpa del accidente aéreo recayó sobre el piloto.
Η ευθύνη για το αεροπορικό δυστύχημα αποδόθηκε στον πιλότο.

ενοχή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Él tenía un sentimiento de culpa, a pesar de que ella le aseguró que no había sido culpa suya.
Ένιωσε ένα αίσθημα ενοχής παρόλο που εκείνη τον καθησύχασε ότι το λάθος δεν ήταν δικό του.

φταίξιμο

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La culpa recae sobre la persona que empezó todo esto.

συνείδηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Me remuerde la conciencia haber dañado ese libro de la biblioteca.

κατηγορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pienses o no que yo cometí el delito, no me puedes culpar sin pruebas.
Είτε θεωρείς πως διέπραξα το έγκλημα είτε όχι, δεν μπορείς να με κατηγορείς χωρίς αποδείξεις.

ανυπαίτιος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φταίνε και οι δύο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λάθος μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Te pisé? Mi culpa, perdón.

mea culpa

locución nominal masculina (latín, cultismo)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El presidente fue forzado a emitir públicamente un "mea culpa" para los votantes.

μικτή ασφάλεια

locución nominal masculina

Puedes sacar un seguro sin culpa, donde la aseguradora paga el costo de todos los daños de un accidente.

εξαιτίας

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
John y Julie llegaron tarde, debido al tráfico.
Ο Τζον και η Τζούλι άργησαν λόγω της κίνησης.

κάνω κπ να νιώσει τύψεις, κάνω κάποιον να νιώσει ένοχος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi amiga me hizo sentir culpable porque tardé tanto en vestirme que perdimos el bus.

αναλαμβάνω την ευθύνη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fue idea mía, así que imagino que tendré que hacerme responsable

αναλαμβάνω την ευθύνη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dado que fue idea mía lanzar la pelota, tomé sobre mí la responsabilidad de haber roto el cristal.
Αφού ήταν ιδέα μου να πετάξουμε τη μπάλα, ανέλαβα την ευθύνη για το σπασμένο τζάμι. Όταν το αφεντικό θύμωσε, η Τσαρλίν ανέλαβε την ευθύνη.

φταίω για κτ, ευθύνομαι για κτ

locución verbal

Aunque el chico tenía la culpa del accidente, se negó a admitirlo.

βγαίνω μπροστά

locución verbal (fig) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Admito mi culpa, sé que he hecho cosas así, sobretodo cuando estoy enojado.

κάνω κπ να το πληρώσει ακριβά

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No me eches la culpa a mí, yo no tuve nada que ver.

ρίχνω την ευθύνη σε κάποιον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατηγορώ

(κάποιον/κάτι για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡A mí no me culpes! No fue culpa mía.

τη γλυτώνω

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todavía no estás libre de culpa.
Δεν την έχεις γλυτώσει ακόμα.

νιώθω άσχημα που

locución verbal (έκανα κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποδίδω

(κάτι σε κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Culpó a no haber dormido bien esa noche por su falta de concentración.
Απέδωσε την έλλειψη συγκέντρωσής του στο γεγονός ότι είχε κοιμηθεί άσχημα εκείνη τη νύχτα.

νιώθω άσχημα για κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρίχνω κτ σε κπ

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

Yo no rompí el vaso; no trates de acusarme.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του culpa στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του culpa

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.