Τι σημαίνει το arte στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης arte στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του arte στο ισπανικά.

Η λέξη arte στο ισπανικά σημαίνει τέχνη, έργα τέχνης, τέχνη, δεξιοτεχνία, επιδεξιότητα, τέχνη, τέχνη, ταλέντο, ποιοτικός, ικανότητα στις πωλήσεις, τέχνη της πώλησης, κινηματογράφος τέχνης, θεατρική τέχνη, θεατρολογία, μαγικός, έργο τέχνης, κουκλοθέατρο, ερωτική λογοτεχνία, ικανότητα συγγραφής θεατρικών έργων, η χρήση αμφιλεγόμενων μεθόδων που όμως δεν είναι αντίθετες προς τους κανόνες του παιχνιδιού, ικανότητα λήψης επιδοτήσεων, πολιτική δεινότητα, πολιτική ικανότητα, μουσείο τέχνης, pop art, ποπ αρτ, αφηρημένη τέχνη, δραματική σχολή, κριτικός τέχνης, έκθεση τέχνης, μορφή, τέχνη του πολέμου, φοιτητής καλών τεχνών, φοιτήτρια καλών τεχνών, αφρικάνικη τέχνη, εμπορική τέχνη, εννοιολογική τέχνη, ερωτική τέχνη, φυσικό αντικείμενο, πολεμική τέχνη, αριστοτέχνημα, κομψοτέχνημα, οπ αρτ, πινακοθήκη, γκαλερί, σχολή καλών τεχνών, έργο τέχνης, τέχνη, έργο τέχνης, εφαρμοσμένες τέχνες, καλλιτεχνικά, ιστορία τέχνης, φιλότεχνος, ψηφιακή τέχνη, τέχνη που πεθαίνει, λαϊκή τέχνη, παραστατική τέχνη, τέχνη της σκέδασης, τέχνη του διασκορπισμού, εκτίμηση της τέχνης, μωσαϊκό, δραματική τέχνη, σπηλαιογραφίες, μαγειρικές ικανότητες, σκηνικό, γκαλερί, εμπορευματοποιημένη τέχνη, μάστορας, έργο τέχνης, ψηφιακό έργο τέχνης, κόλπο όπου μάγος τραβά κάτι μέσα από καπέλο, πρωτότυπη τέχνη, εξαφανίζομαι, βρίσκω, body art, τέχνη του δρόμου, αίθουσα καλλιτεχνικών, εξαφανίζω κτ διά μαγείας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης arte

τέχνη

nombre ambiguo en cuanto al género

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fred nació con talento para el arte.
Ο Φρεντ έχει έμφυτη ταλέντο για την τέχνη.

έργα τέχνης

nombre ambiguo en cuanto al género

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Este museo tiene una impresionante colección de arte.
Το μουσείο στεγάζει μια εντυπωσιακή συλλογή έργων τέχνης.

τέχνη

(pericia culinaria) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rick opina que emparrillar filetes es un arte.
Ο Ρικ λέει ότι το ψήσιμο της μπριζόλας είναι τέχνη.

δεξιοτεχνία, επιδεξιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τέχνη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Durante mis viajes aprendí el arte de la negociación.
Έμαθα την τέχνη του παζαρέματος κατά τη διάρκεια των ταξιδιών μου.

τέχνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La actriz era una maestra en su arte.
Η ηθοποιός ήταν εξπέρ στην τέχνη της. Ο προπονητής βοήθησε τον πίτσερ να βελτιώσει την τεχνική του.

ταλέντο

nombre femenino (του ατόμου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Admiramos el arte de la iluminación de la fotógrafa.
Θαυμάσαμε τη μαεστρία του φωτισμού του φωτογράφου.

ποιοτικός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las películas favoritas de Mike son las películas de autor.

ικανότητα στις πωλήσεις, τέχνη της πώλησης

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κινηματογράφος τέχνης

(películas de autor)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

θεατρική τέχνη

(tecnicismo)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θεατρολογία

(ιστορία, θεωρία θεάτρου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estudio música y teatro, y espero tener una carrera en las tablas.

μαγικός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tiene la mágica habilidad de hacer dinero de la nada.
Έχει μια μαγική ικανότητα να βγάζει λεφτά από το τίποτε.

έργο τέχνης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Las obras de arte en la oficina son todas de un artista local.

κουκλοθέατρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los niños practicaron el manejo de marionetas y el armado de marionetas.

ερωτική λογοτεχνία

(λογοτεχνία: είδος)

ικανότητα συγγραφής θεατρικών έργων

(συγγραφή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

η χρήση αμφιλεγόμενων μεθόδων που όμως δεν είναι αντίθετες προς τους κανόνες του παιχνιδιού

(κυρ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ικανότητα λήψης επιδοτήσεων

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολιτική δεινότητα, πολιτική ικανότητα

μουσείο τέχνης

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay una exposición en el museo de arte que me gustaría recorrer.

pop art, ποπ αρτ

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La pintura de Andy Warhol con una lata de sopa es la obra de arte pop más conocida.

αφηρημένη τέχνη

locución nominal masculina

¿Te gusta el arte abstracto?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όταν βλέπεις αφηρημένη τέχνη, θυμήσου ότι συνήθως δεν πρόκειται για την απεικόνιση ενός απτού αντικειμένου.

δραματική σχολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κριτικός τέχνης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έκθεση τέχνης

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay una nueva exposición de arte en el museo.

μορφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La escultura en hielo es una moderna forma de arte.

τέχνη του πολέμου

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El General Patton fue un ávido estudioso del arte de la guerra.

φοιτητής καλών τεχνών, φοιτήτρια καλών τεχνών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφρικάνικη τέχνη

(ES)

Durante el mes de la historia afroamericana, muchos museos tienen exposiciones de arte africano.

εμπορική τέχνη

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εννοιολογική τέχνη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En términos generales, el arte conceptual sólo le interesa a los críticos de arte.
Γενικά, μόνο οι κριτικοί τέχνης ενδιαφέρονται για την εννοιολογική τέχνη.

ερωτική τέχνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυσικό αντικείμενο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πολεμική τέχνη

locución nominal femenina

Es hábil en karate, judo y otras artes marciales.

αριστοτέχνημα, κομψοτέχνημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eso no es un rejunte de basura, pagué mucho dinero por ese objeto de arte.

οπ αρτ

locución nominal masculina (καλές τέχνες: τάση μοντέρνας τέχνης)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El arte óptico es un movimiento pictórico nacido en los EE.UU a fines de la década del 50.

πινακοθήκη, γκαλερί

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi madre y yo fuimos a nuestra galería de arte local para ver las nuevas obras en exposición.

σχολή καλών τεχνών

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los murales de la escuela de arte de la Universidad de Concepción son una atracción turística que no te puedes perder.

έργο τέχνης

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El museo es un lugar donde se contemplan obras de arte.
Το μουσείο είναι ένα μέρος για να περιεργαστείς τα έργα τέχνης.

τέχνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esta venta será de interés para los coleccionistas de artes plásticas.

έργο τέχνης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εφαρμοσμένες τέχνες

καλλιτεχνικά

(σχολείο)

Cuando era chica, lo que más me gustaba en la escuela era la clase de arte.

ιστορία τέχνης

nombre femenino (εκπαίδευση)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Historia del Arte es una de las asignaturas obligatorias de esta carrera.

φιλότεχνος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Es un verdadero amante del arte.

ψηφιακή τέχνη

τέχνη που πεθαίνει

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La escritura con tinta y pluma parece ser un arte en extinción.

λαϊκή τέχνη

locución nominal masculina

Las formas tradicionales del arte de un pueblo se reflejan en su arte popular.

παραστατική τέχνη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τέχνη της σκέδασης, τέχνη του διασκορπισμού

locución nominal masculina (εικαστικά: τεχνοτροπία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκτίμηση της τέχνης

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μωσαϊκό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δραματική τέχνη

σπηλαιογραφίες

locución nominal común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μαγειρικές ικανότητες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
El arte culinario de Simón se limita a saber hervir un huevo.

σκηνικό

(televisión, teatro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γκαλερί

(comercial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La artista vende sus cuadros en la galería de arte.
Η καλλιτέχνις πουλά τους πίνακές της στη γκαλερί.

εμπορευματοποιημένη τέχνη

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μάστορας

(coloquial) (μεταφορικά: σε κάτι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
No le creas una palabra. Es un maestro en el arte de mentir.

έργο τέχνης

locución nominal femenina (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La tarta de la tía de Betty era una obra de arte culinaria.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η τούρτα με στρώσεις της θείας Μπέτυ ήταν ένα μαγειρικό έργο τέχνης.

ψηφιακό έργο τέχνης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόλπο όπου μάγος τραβά κάτι μέσα από καπέλο

expresión (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En general las cosas no se obtienen por arte de magia, lo usual es que el conseguirlas exija algún tipo de esfuerzo.

πρωτότυπη τέχνη

(τεχνική)

εξαφανίζομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un día sus cargas emocionales desaparecieron como por arte de magia y volvió a ser ella misma.

βρίσκω

(figurado, informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A pesar de que haber jugado peor en todos los sentidos, el equipo sacó de la galera suficientes goles para ganar el partido.
Αν και οι αντίπαλοι υπερείχαν από κάθε άποψη, η ομάδα κατάφερε παρ' όλα αυτά να πετύχει ως δια μαγείας αρκετά γκολ για να κερδίσει το παιχνίδι.

body art

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τέχνη του δρόμου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αίθουσα καλλιτεχνικών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εξαφανίζω κτ διά μαγείας

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του arte στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του arte

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.