Τι σημαίνει το cultural στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cultural στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cultural στο Αγγλικά.

Η λέξη cultural στο Αγγλικά σημαίνει πολιτιστικός, πολιτισμικός, διαπολιτισμικός, πολιτισμική οικειοποίηση, πολιτιστικός ακόλουθος, πολιτισμική συνείδηση, πολιτισμικό φορτίο, πολιτισμικά εμπόδια, ανταλλαγή πολιτισμικών στοιχείων, πολιτιστική κληρονομιά, κοινωνική ανθρωπολογία, κοινωνικοπολιτισμικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cultural

πολιτιστικός, πολιτισμικός

adjective (relating to culture)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A lot of us feel that our cultural values are under threat.
Πολλοί από εμάς πιστεύουν πως οι πολιτιστικές (or: πολιτισμικές) μας αξίες βρίσκονται υπό απειλή.

διαπολιτισμικός

adjective (involving different cultures)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The international club attempts to promote cross-cultural exchange on campus.

πολιτισμική οικειοποίηση

noun (claiming cultural aspects)

πολιτιστικός ακόλουθος

noun (diplomat, ambassador for culture)

πολιτισμική συνείδηση

noun (sensitivity to social differences)

Living in a new culture increases your cultural awareness of both your new culture and your old one.

πολιτισμικό φορτίο

noun (influence of one's background)

It's easier to adjust to living in a new country if you can get rid of the cultural baggage you brought with you from the old country.

πολιτισμικά εμπόδια

noun (social difference)

I adore my African friend, but it's still a difficult relationship because of the cultural barriers.

ανταλλαγή πολιτισμικών στοιχείων

(exchange between cultures)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πολιτιστική κληρονομιά

noun (legacy of traditions, etc.)

κοινωνική ανθρωπολογία

noun (study of human culture)

κοινωνικοπολιτισμικός

adjective (related to society and culture)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cultural στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cultural

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.