Τι σημαίνει το social στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης social στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του social στο Αγγλικά.

Η λέξη social στο Αγγλικά σημαίνει κοινωνικός, κοινωνικός, κοινωνικός, συγκέντρωση, συνάντηση, εταιρική κοινωνική ευθύνη, κοινωνικός ξεπεσμός, μη κοινωνικός, που μάχεται για την κοινωνική δικαιοσύνη, κοινωνικός ακτιβιστής, κοινωνική ακτιβίστρια, κοινωνική δραστηριότητα, κοινωνική δραστηριότητα, κοινωνική ανθρωπολογία, πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας, κοινωνική προκατάληψη, κοινωνικό άτομο, κοινωνικό κεφάλαιο, κοινωνική τάξη, κοινωνική αδικία, αριβίστας, κοινωνικός αναρριχησίας, κοινωνική αναρρίχηση, κοινωνική συμπεριφορά, κοινωνικό συμβόλαιο, κοινωνικό συμβόλαιο, κοινωνική σύμβαση, διοργανωτής εκδηλώσεων, διοργανώτρια εκδηλώσεων, αφροδίσιο νόσημα, κοινωνική αποστασιοποίηση, τηρώ αποστάσεις από τους άλλους, κοινωνική αποστασιοποίηση, κοινωνικό χάσμα, κοινωνικό ρήγμα, κάποιος που πίνει αλκοόλ μόνο χάριν κοινωνικότητας, κοινωνικό περιβάλλον, κοινωνική εκδήλωση, κοινωνικός αποκλεισμός, συγκέντρωση, κοινωνική διαβάθμιση, κοινωνική συμπεριφορά, κοινωνική απομόνωση, που μάχεται για την κοινωνική δικαιοσύνη, κοινωνική ζωή, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κοινωνική κινητικότητα, κοινωνικά ήθη, κοινωνικό δίκτυο, διαδικτυακό κοινωνικό δίκτυο, κοινωνική τάξη, απόκληρος/απόβλητος της κοινωνίας, παρίας, πάγιο κοινωνικό κεφάλαιο, κοινωνική θέση, κοινωνική πίεση, κοινωνικός ρεαλισμός, κοινωνικές σχέσεις, κοινωνιολογία, κοινωνιολόγος, πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας, κοινωνική ασφάλιση, Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης, κοινωνικές υπηρεσίες, κοινωνικές υπηρεσίες, κοινωνικές δεξιότητες, κοινωνικός καπνιστής, κοινωνική καπνίστρια, κοινωνική θέση, κοινωνική δομή, κοινωνιολογία, μέσο κοινωνικής δικτύωσης, πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας, κοινωφελές έργο, κοινωνικός λειτουργός, ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης social

κοινωνικός

adjective (of friendly relations)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
These social activities bore me.
Πόσο βαριέμαι αυτές τις κοσμικές εκδηλώσεις!

κοινωνικός

adjective (relating to society)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The city suffers from a number of social problems such as crime and drugs.
Η πόλη μαστίζεται από πολλά κοινωνικά προβλήματα όπως από η εγκληματικότητα και τα ναρκωτικά.

κοινωνικός

adjective (friendly, sociable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She is very social and goes to many parties.
Είναι πολύ κοινωνική και πηγαίνει σε πολλά πάρτι.

συγκέντρωση, συνάντηση

noun (informal (party)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a charity social at the village hall. Do you want to go?

εταιρική κοινωνική ευθύνη

noun (business: social good)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινωνικός ξεπεσμός

noun (decrease in status)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What upset him most was not the loss of his fortune but the resulting loss of social position.

μη κοινωνικός

adjective (not social)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που μάχεται για την κοινωνική δικαιοσύνη

noun (initialism, pejorative, informal (social justice warrior)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοινωνικός ακτιβιστής, κοινωνική ακτιβίστρια

noun (campaigner for justice or welfare)

κοινωνική δραστηριότητα

noun ([sth] done in company)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Some people enjoy walking in the countryside as a social activity.

κοινωνική δραστηριότητα

noun (interaction with others)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινωνική ανθρωπολογία

noun (study of human culture)

πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας

noun (welfare program)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινωνική προκατάληψη

noun (class discrimination)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινωνικό άτομο

noun (figurative, informal (sociable person)

She was a social butterfly, talking to everyone at the party.
Ήταν πολύ κοινωνικό άτομο και μιλούσε με όλους στο πάρτυ.

κοινωνικό κεφάλαιο

noun (value of contact with other people)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοινωνική τάξη

noun (economic group within society)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Teachers belong to a higher social class than factory workers.

κοινωνική αδικία

noun (discrimination due to social status)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αριβίστας, κοινωνικός αναρριχησίας

noun ([sb] who aspires to higher classes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jane's such a social climber! - she only goes out with upper-class men.

κοινωνική αναρρίχηση

noun (advancement of one's social status) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινωνική συμπεριφορά

noun (behaviour in company)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινωνικό συμβόλαιο

noun (philosophy: formation of society)

κοινωνικό συμβόλαιο

noun (sociology: mutual benefit)

κοινωνική σύμβαση

noun (custom, courtesy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Social conventions vary from country to country.

διοργανωτής εκδηλώσεων, διοργανώτρια εκδηλώσεων

noun ([sb] who organizes social activities)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cruise ship's social director planned a dance, a talent show and a game night.

αφροδίσιο νόσημα

noun (sexually-transmitted condition)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινωνική αποστασιοποίηση

noun (space between people)

τηρώ αποστάσεις από τους άλλους

verbal expression (maintain space between people)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινωνική αποστασιοποίηση

noun (maintaining space between people)

κοινωνικό χάσμα, κοινωνικό ρήγμα

noun (separation between rich and poor)

κάποιος που πίνει αλκοόλ μόνο χάριν κοινωνικότητας

noun ([sb] who drinks alcohol to be sociable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm a moderate social drinker: I generally have one or two beers when I go to the pub.

κοινωνικό περιβάλλον

noun (social setting in which people exist)

κοινωνική εκδήλωση

noun (gathering: party or function)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινωνικός αποκλεισμός

noun (disadvantage for certain groups)

συγκέντρωση

noun (party, get-together)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sue is a shy person who often feels uncomfortable at social gatherings.

κοινωνική διαβάθμιση

noun (impact of class on health)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινωνική συμπεριφορά

noun (contact or relationships with people)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Children without siblings often have difficulties with social interaction in school.

κοινωνική απομόνωση

noun (uncountable (alienation, segregation)

Social isolation can lead people to commit suicide.

που μάχεται για την κοινωνική δικαιοσύνη

noun (pejorative (person with progressive views)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοινωνική ζωή

noun (leisure time spent with other people)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μέσα κοινωνικής δικτύωσης

noun (communication networks)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Footage of the incident was shared widely on social media.

κοινωνική κινητικότητα

noun (sociology)

κοινωνικά ήθη

plural noun (traditional values and customs)

κοινωνικό δίκτυο

noun (contacts: friends, family, colleagues)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Of the hundreds of people in my social network, only a few are real friends.

διαδικτυακό κοινωνικό δίκτυο

noun (use of internet to make contacts)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Facebook and MySpace are two websites used for social networking.

κοινωνική τάξη

noun (structure or hierarchy of society)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απόκληρος/απόβλητος της κοινωνίας, παρίας

noun (misfit, pariah)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Heroin addicts are often social outcasts.

πάγιο κοινωνικό κεφάλαιο

noun (money invested in the community)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοινωνική θέση

noun (standing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The banker is conscious and proud of his social position.

κοινωνική πίεση

noun (others' expectations)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Some communities place a great deal of social pressure on women to get married.

κοινωνικός ρεαλισμός

noun (20th century art style)

κοινωνικές σχέσεις

plural noun (human interaction)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινωνιολογία

noun (humanities subject)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I did a couple of social sciences at university: sociology and anthropology.

κοινωνιολόγος

noun ([sb]: studies human society)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας

noun (welfare program)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Without social security, a lot of British people would be living in abject poverty.

κοινωνική ασφάλιση

noun (welfare system)

I won't be eligible for Social Security until I'm 62.

Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης

noun (US (governmental organization)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοινωνικές υπηρεσίες

plural noun (amenities and assistance to community)

Some people think that immigrants shouldn't have automatic access to social services.

κοινωνικές υπηρεσίες

plural noun (government department giving community assistance)

κοινωνικές δεξιότητες

plural noun (ability to interact)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Children with autism lack social skills.

κοινωνικός καπνιστής, κοινωνική καπνίστρια

noun (person: smokes only in company) (σπάνιο)

κοινωνική θέση

noun (position in society, class)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοινωνική δομή

noun (sociology)

κοινωνιολογία

plural noun (school subject: study of society)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
For social studies class we had to learn all the world capitals.
Για το μάθημα της κοινωνιολογίας έπρεπε να μάθουμε όλες τις πρωτεύουσες του κόσμου.

μέσο κοινωνικής δικτύωσης

noun (internet: networking site)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας

noun (system of pensions and benefits)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινωφελές έργο

noun (assistance to local community)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινωνικός λειτουργός

noun ([sb] who assists local community)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Social workers visit families if there are suspicions that the children are at risk.
Οι κοινωνικοί λειτουργοί επισκέπτονται τις οικογένειες για τις οποίες υπάρχουν υπόνοιες ότι τα παιδιά ενδέχεται να διατρέχουν κίνδυνο.

ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο

noun (society at large, world in general)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του social στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του social

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.