Τι σημαίνει το people στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης people στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του people στο Αγγλικά.

Η λέξη people στο Αγγλικά σημαίνει άνθρωποι, λαός, λαός, κοινό, ο κόσμος, λαός, υφιστάμενοι, πρόγονοι, πλάσματα, σόι, εποικίζω, άτομο, πρόσωπο, πρόσωπο, πρόσωπο, πρόσωπο, σώμα, άτομο, άνθρωπος, προνομιούχοι, επιχειρηματίας, άνθρωπος των σπηλαίων, ο Εκλεκτός Λαός, εκλεκτοί, απλός λαός, εργατική τάξη, δημοφιλής, λαϊκός, για μαζική κατανάλωση, καλοί άνθρωποι, καλός άνθρωπος, βουνίσιος, διακεκριμένο πρόσωπο, μικρά υπερφυσικά πλάσματα, κοινοί θνητοί, νάνοι, παιδιά, ντόπιοι, παιδί του λαού, πολλοί άνθρωποι, γηγενείς, ιθαγενείς, αυτόχθονες, ηλικιωμένοι, ευρύ κοινό, γλεντζέδες, ευρύ κοινό, βαν, άνθρωποι που έχουν ανάγκη, κοινωνικός άνθρωπος, που κάνει τους άλλους χαρούμενους, που θέλει να χαροποιεί τους άλλους, λαϊκή δύναμη, λαϊκή εξουσία, τεχνικές επικοινωνίας, παρατηρώ τους ανθρώπους, παρατηρώ τον κόσμο, παρατήρηση των ανθρώπων, παρατήρηση του κόσμου, Η εξουσία στον λαό!, σωστοί άνθρωποι, κατάλληλοι άνθρωποι, ρεύμα ανθρώπων, οι άστεγοι, καλλιτέχνες του δρόμου, εξειδικευμένοι, ειδικοί, εύπορος, πλούσιος άνθρωπος, νεολαία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης people

άνθρωποι

plural noun (persons)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
There were lots of people at the beach. Twenty people were injured in the car crash.
Υπήρχε πολύς κόσμος στην παραλία.

λαός

plural noun (inhabitants)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I call on the people of this town to vote against the measure!
Προσκαλώ τους κατοίκους αυτής της πόλης να καταψηφίσουν αυτό το μέτρο.

λαός

plural noun (citizens) (σύνολο ατόμων)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The constitution was written by the people and for the people.
Το σύνταγμα γράφτηκε από τους πολίτες και για τους πολίτες.

κοινό

plural noun (general public)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He's a leader who likes to address the people regularly.
Είναι ένας ηγέτης που του αρέσει να απευθύνεται τακτικά στον λαό.

ο κόσμος

plural noun (indefinite group)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
People can be so stupid!
Οι άνθρωποι μπορεί να είναι τόσο βλάκες!

λαός

noun (countable (nation, cultural group)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The Romans were a militaristic people.
Οι Ρωμαίοι ήταν ένα στρατιωτικό έθνος.

υφιστάμενοι

noun (subordinates) (για ανώτερο, διευθυντή)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
As a boss he's always indulgent towards his people.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν άνοιξα δική μου εταιρεία και έγινα το αφεντικό, προσπαθούσα πάντα να είναι δίκαιος με τους εργαζομένους μου.

πρόγονοι

noun (ancestors)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
His people came from Eastern Europe.
Οι δικοί του ήρθαν από την Ανατολική Ευρώπη.

πλάσματα

noun (figurative (beings, creatures)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Be kind to the furry people who share these woods with us.

σόι

noun (informal (relatives)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She's having her people over this Christmas.
Έχει καλέσει τους δικούς της για Χριστούγεννα.

εποικίζω

transitive verb (populate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They wanted immigrants to come and people the state.

άτομο, πρόσωπο

noun (human being)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Which person are you talking about? The mother or the daughter?
Για ποιο άτομο (or: πρόσωπο) μιλάς; Τη μητέρα ή την κόρη;

πρόσωπο

noun (law: natural person)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All companies and persons are subject to the regulation.

πρόσωπο

noun (law: juristic person)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
All persons having anything to do with this case should remain in court.
Όλα τα άτομα που σχετίζονται με την υπόθεση πρέπει να παραμείνουν στο δικαστήριο.

πρόσωπο

noun (grammar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The third person singular of the present tense of "to be" is "is".
Το τρίτο πρόσωπο ενικού του ενεστώτα του ρήματος «είμαι» είναι «είναι».

σώμα

noun (body)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She doesn't like it when you touch her person.
Δεν της αρέσει όταν αγγίζεις το σώμα της.

άτομο

noun (literature, theater: character)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The play is about five persons on a desert island.
Το έργο πραγματεύεται πέντε άτομα σε ένα έρημο νησί.

άνθρωπος

noun (philosophy: rational being)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A person differs from an animal or object in his or her ability to reason.

προνομιούχοι

plural noun (privileged few) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Usually magazines only show the beautiful people.
Συνήθως τα περιοδικά δείχνουν μόνο τους προνομιούχους.

επιχειρηματίας

noun (commercial executive)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

άνθρωπος των σπηλαίων

noun (prehistoric human)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ο Εκλεκτός Λαός

plural noun (Jewish religion: Israelites) (ιουδαϊσμός)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
They believe that those that accept God's law as given to Moses, are God's chosen people

εκλεκτοί

plural noun (privileged few)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

απλός λαός

plural noun (ordinary folk)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They don't stand out for any particular reason; they're just common people.

εργατική τάξη

plural noun (working classes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
God must have loved the common people, he made so many of them. A. Lincoln

δημοφιλής, λαϊκός, για μαζική κατανάλωση

adjective (populist, popular)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Politicians always tell us they are for the people.

καλοί άνθρωποι

plural noun (honest or kind people)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
My neighbors are really good people, always helping others and never taking what is not theirs.

καλός άνθρωπος

plural noun (uncountable, slang (honest, kind person)

You can depend on Jack; he's good people.

βουνίσιος

noun (inhabitants of mountain areas) (άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The hill people of Appalachia have long struggled with poverty.

διακεκριμένο πρόσωπο

noun (prominent individual)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When I asked why the street was blocked off the officer explained that some "important person" was due to arrive.

μικρά υπερφυσικά πλάσματα

plural noun (imaginary creatures)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κοινοί θνητοί

plural noun (the common people, workers)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

νάνοι

plural noun (midgets or dwarfs)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

παιδιά

plural noun (small children)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ντόπιοι

plural noun (residents of a given area)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The local people are very friendly to visitors.

παιδί του λαού

noun (leader) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πολλοί άνθρωποι

noun (a large number of individuals)

Many people believe that aliens exist.

γηγενείς, ιθαγενείς, αυτόχθονες

plural noun (indigenous inhabitants)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

ηλικιωμένοι

plural noun (elderly persons)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ευρύ κοινό

noun (general public)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We like to think our celebrities are not ordinary people.

γλεντζέδες

plural noun (hedonists) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ευρύ κοινό

noun (general public)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βαν

noun (UK (large saloon car)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

άνθρωποι που έχουν ανάγκη

plural noun (poverty, disaster, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοινωνικός άνθρωπος

noun (informal ([sb] who gets on well with others)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
John's a real people person: he can chat to anyone.

που κάνει τους άλλους χαρούμενους, που θέλει να χαροποιεί τους άλλους

noun ([sb] who wants to make others happy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λαϊκή δύναμη, λαϊκή εξουσία

noun (community action)

τεχνικές επικοινωνίας

plural noun (ability to communicate)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Dealing with patients calls for people skills.

παρατηρώ τους ανθρώπους, παρατηρώ τον κόσμο

intransitive verb (observe what the public are doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρατήρηση των ανθρώπων, παρατήρηση του κόσμου

noun (observing the public)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
An outdoor café is ideal for people-watching.

Η εξουσία στον λαό!

interjection (left-wing slogan)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σωστοί άνθρωποι, κατάλληλοι άνθρωποι

plural noun (informal (useful or powerful contacts) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
To get ahead in this business you need to know the right people.

ρεύμα ανθρώπων

noun (figurative (continuous rush of people)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A steady stream of people came out of the stadium.

οι άστεγοι

noun (homeless people)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλλιτέχνες του δρόμου

noun (street performers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξειδικευμένοι, ειδικοί

plural noun (informal (most skilled experts)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
We have our top people working on the web site.

εύπορος, πλούσιος άνθρωπος

noun ([sb] rich)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A lot of wealthy people live in this part of town.

νεολαία

noun (often pl (youth, adolescent) (ως σύνολο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Most movies today are targeted towards young people.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του people στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του people

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.