Τι σημαίνει το dash στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dash στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dash στο Αγγλικά.

Η λέξη dash στο Αγγλικά σημαίνει τρέχω, χτυπάω, χτυπώ, ρίχνω, πετάω, πετώ, καταστρέφω, διαλύω, τρέξιμο, παύλα, πρέζα, ταμπλό, παύλα, πέφτω, πασαλείβω, χτυπάω κτ πάνω σε κτ,, φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα, περνάω βιαστικά, κάνω βιαστικά, γράφω βιαστικά, την κάνω, του δίνω, κερδίζω τις εντυπώσεις, κλέβω την παράσταση, προσπερνάω βιαστικά, φεύγω βιαστικά, μεγάλη παύλα, μικρή παύλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dash

τρέχω

intransitive verb (run)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The children dashed across the playground.
Τα παιδιά έτρεχαν πέρα δώθε στην παιδική χαρά.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (strike, smash against) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Waves dashed the rocks.
Κύματα χτύπαγαν τα βράχια.

ρίχνω, πετάω, πετώ

(throw [sth] against) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janet dashed the plate against the wall.
Η Τζάνετ έριξε το πιάτο στον τοίχο.

καταστρέφω, διαλύω

transitive verb (figurative (ruin: chances, hope) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Failing the exam dashed Adrian's chances of getting into university.
Η αποτυχία του Άντριαν στην εξέταση κατέστρεψε τις πιθανότητές του να μπει στο πανεπιστήμιο.

τρέξιμο

noun (run)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
John's dash for the train wasn't quick enough and he missed it.
Το τρέξιμο που έριξε ο Τζον για το τρένο δεν ήταν αρκετό και το έχασε.

παύλα

noun (symbol: -)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mary's email address is mary dash smith at email dot com.
Το email της Μαίρης είναι mary παύλα smith παπάκι email τελεία com.

πρέζα

noun (cooking: small amount) (για στερεά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Add a dash of soy sauce.
Προσθέστε μια στάλα σάλτσα σόγιας.

ταμπλό

noun (abbreviation (dashboard)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The taxi has a camera fitted to the dash.

παύλα

noun (Morse code) (σήματα Μορς)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πέφτω

(strike) (σε κτ, πάνω σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Waves dashed against the shore.

πασαλείβω

(apply roughly) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harriet dashed some paint onto the wall.

χτυπάω κτ πάνω σε κτ,

(strike against)

Amy dashed her head on a rock while swimming.

φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα

phrasal verb, intransitive (hurry off)

περνάω βιαστικά

phrasal verb, intransitive (rush past)

κάνω βιαστικά

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (hurry into) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He left the engine running while he dashed into the shop for some cigarettes.

γράφω βιαστικά

phrasal verb, transitive, separable (informal (write, compose hastily)

If you leave your homework to the last minute then dash the essay off in half an hour, you mustn't be surprised if you get poor marks.

την κάνω, του δίνω

phrasal verb, intransitive (informal (leave in a hurry)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've got to dash out before the shops close!

κερδίζω τις εντυπώσεις, κλέβω την παράσταση

verbal expression (make a striking impression)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσπερνάω βιαστικά

(rush past) (κάποιον/κάτι)

φεύγω βιαστικά

(informal (leave in a hurry)

Alan had to cancel the meeting and dash off, because his wife had been taken into hospital.

μεγάλη παύλα

noun (punctuation mark: long dash) (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some people use em dashes to separate out subsidiary parts of sentences.

μικρή παύλα

noun (punctuation mark: short dash) (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dash στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dash

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.