Τι σημαίνει το de acuerdo con στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης de acuerdo con στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του de acuerdo con στο ισπανικά.
Η λέξη de acuerdo con στο ισπανικά σημαίνει σύμφωνα, σύμφωνα, τηρώντας, σε συμφωνία με, σε συμμόρφωση με, σύμφωνα με, σε συμφωνία με κτ, σε συμφωνία με, που συμφωνεί με, υπέρ του, συμφωνώ με κτ, σύμφωνα με, με βάση κτ, σε αρμονία, σύμφωνα με, σε συμφωνία με, σύμφωνος με κτ, συνεπής με κτ, σύμφωνα με, εποχιακά, εποχικά, συμφωνώ με κτ, στηρίζω, εγκρίνω, χαλάλ, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, σύμφωνα με τους τύπους, σύμφωνα με το νόμο, σύμφωνα με το μύθο, διαφωνώ με, εγκρίνω, συμφωνώ σε κτ, συναινώ σε κτ, <div>κρέας χαλάλ</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ.<i> ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου </i>κλπ.)</div>, συμφωνώ με κάποιον, συμφωνώ με κπ, διαφωνώ, χαρακτηριστικά, συμφωνώ με κπ/κτ, προσυπογράφω, διαφωνώ με κτ, αντιδρώ σε κτ, δεν συμφωνώ, συμφωνώ με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης de acuerdo con
σύμφωνα(alguien) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Según Ricardo, es demasiado tarde para ir al partido. Iremos la próxima vez. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ, η συναυλία ήταν πολύ καλή. |
σύμφωνα(alguien) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Según Ferdinand de Saussure, lingüista suizo, "la semiótica es la ciencia que estudia la vida de los signos en el seno de la vida social". ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σύμφωνα με τον Προυντόν, η ιδιοκτησία συνιστά κλοπή! |
τηρώντας
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) De acuerdo con la tradición, los miembros de la familia se pusieron prendas de color negro. Τηρώντας την παράδοση, τα μέλη της οικογένειας ντύθηκαν στα μαύρα. |
σε συμφωνία μεlocución preposicional (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estoy de acuerdo con Juan en la mayoría de los asuntos. |
σε συμμόρφωση με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El informe financiero se preparó de acuerdo con los estándares de informes internacionales. |
σύμφωνα μεlocución preposicional (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) De acuerdo con muchos mayores, los jovencitos tienen excesiva libertad hoy en día. |
σε συμφωνία με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε συμφωνία μεlocución preposicional (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Todo se llevó a cabo de acuerdo con la normativa vigente. |
που συμφωνεί μεlocución preposicional (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sus acciones no están de acuerdo con sus prédicas. |
υπέρ τουlocución preposicional (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No estoy de acuerdo con la ley que prohíbe fumar en los aeropuertos. |
συμφωνώ με κτlocución preposicional Asegúrate de que todo tu equipo esté de acuerdo con esto antes de seguir adelante. Σιγουρέψω ότι ολόκληρη η ομάδα σου συμφωνεί με αυτό πριν προχωρήσεις. |
σύμφωνα μεlocución preposicional (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) De acuerdo con su petición, he incluido la información necesaria en este memo. Σύμφωνα με το αίτημά σας έχω συμπεριλάβει τις απαραίτητες πληροφορίες σε αυτό το υπόμνημα. |
με βάση κτ
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Los candidatos serán evaluados según cómo lo hayan hecho en la entrevista. Οι υποψήφιοι θα κριθούν με βάση την επίδοσή τους στη συνέντευξη. |
σε αρμονία(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tras la mediación me sentí en armonía con el mundo. |
σύμφωνα με, σε συμφωνία με
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los policías registraron la casa conforme a la orden judicial. |
σύμφωνος με κτ, συνεπής με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La decisión del juez es consistente con los resultados de casos similares en el pasado. Η απόφαση του δικαστή είναι σύμφωνη με τις εκβάσεις παρόμοιων δικαστικών υποθέσεων στο παρελθόν. |
σύμφωνα με
Hace todo conforme a las normas. |
εποχιακά, εποχικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
συμφωνώ με κτ
Está convencida de que todos aceptarán su plan una vez lo entiendan. |
στηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel está contenta de aceptar la sugerencia de Harry. Η Ρέιτσελ θα στηρίξει με χαρά την πρόταση του Χάρυ. |
εγκρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Leslie nunca aprobará la idea de fumar dentro de los restaurantes. Η Λέσλυ ποτέ δεν θα εγκρίνει την ιδέα του καπνίσματος μέσα σε εστιατόρια. |
χαλάλ
(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) El supermercado ahora vende carne de acuerdo con la ley islámica. |
σύμφωνα με το γράμμα του νόμουlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) De acuerdo a la legislación vigente, hay un período de treinta días para apelar la sentencia. |
σύμφωνα με τους τύπουςlocución adverbial A mi jefe le gusta hacer las cosas de acuerdo con el procedimiento. |
σύμφωνα με το νόμοlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ustedes no pueden hacer semejante ruido a las tres de la mañana, de acuerdo con la ley. |
σύμφωνα με το μύθο(μυθολογία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) De acuerdo con la leyenda, Rómulo y Remo fueron amamantados por una loba. |
διαφωνώ μεlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No estoy de acuerdo con tu respuesta. Διαφωνώ με την απάντησή σου. |
εγκρίνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo siento pero no estoy de acuerdo con esa actitud. Συγγνώμη, αλλά δεν ανέχομαι αυτήν τη συμπεριφορά. |
συμφωνώ σε κτ, συναινώ σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El paciente accedió al tratamiento. |
<div>κρέας χαλάλ</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ.<i> ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου </i>κλπ.)</div>
Toda la carne que se servirá será carne se servirá de acuerdo con la ley islámica. |
συμφωνώ με κάποιονlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συμφωνώ με κπlocución verbal Le pregunté a Juana su opinión y ella está de acuerdo conmigo. Ζήτησα τη γνώμη της Τζέιν κι εκείνη ήταν της ίδιας άποψης με εμένα. |
διαφωνώlocución verbal (με κάποιον για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alison no está de acuerdo con Mike en (or: no está de acuerdo con Mike sobre) la mejor manera de disciplinar a su hija. Η Άλισον διαφώνησε με τον Μάικ όσον αφορά τον καλύτερο τρόπο για να πειθαρχηθεί η κόρη τους. |
χαρακτηριστικάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El hecho de que no haya pagado su parte va de acuerdo con su forma de ser: es un tacaño. |
συμφωνώ με κπ/κτ
Al aceptar la decisión de seguir adelante con los planes, sin darme cuenta me alineé con Anthony. Αποδεχόμενη την απόφαση να προχωρήσω με τα σχέδια, χωρίς να το ξέρω συμφώνησα με τον Άντονι. |
προσυπογράφω(μεταφορικά, επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La subdirectora suscribió a la opinión de su jefe de que necesitaban proporcionar más incentivos al personal. |
διαφωνώ με κτ, αντιδρώ σε κτ
Ann se oponía a la participación de Ben en el proyecto. Η Ανν διαφωνούσε με τη συμμετοχή του Μπεν στο πρότζεκτ. |
δεν συμφωνώ(μεταφορικά: με κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu conclusión no concuerda con los datos. Το συμπέρασμά σου δεν είναι σύμφωνο με τα γεγονότα. |
συμφωνώ με κπlocución verbal |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του de acuerdo con στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του de acuerdo con
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.