Τι σημαίνει το deadly στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης deadly στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του deadly στο Αγγλικά.

Η λέξη deadly στο Αγγλικά σημαίνει θανατηφόρος, θανάσιμος, φονικός, νεκρικός, θανατερός, του νεκρού, του θανάτου, που σκοτώνει, βαρετός, απίστευτα, εξωφρενικά, μπελαντόνα, βαρετός μέχρι θανάτου, θανάσιμη δύναμη, θανατηφόρα δύναμη, νεκρική σιγή, θανάσιμο αμάρτημα, τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης deadly

θανατηφόρος, θανάσιμος, φονικός

adjective (that can kill)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Someone had administered a deadly poison to the victim.
Κάποιος είχε δώσει θανατηφόρο δηλητήριο στο θύμα.

νεκρικός, θανατερός

adjective (death-like)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Martha's deadly appearance alarmed her colleagues.
Το χλωμό παρουσιαστικό της Μάρθας ανησύχησε τους συναδέλφους της.

του νεκρού, του θανάτου

adverb (deathly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After the accident, Wendy was deadly pale.
Μετά το ατύχημα, η Γουέντι ήταν χλωμή σαν πεθαμένη.

που σκοτώνει

adjective (very accurate) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Brian is a deadly shot; he never misses the target.
Ο Μπράιαν είναι θανατηφόρος, ποτέ δε χάνει τον στόχο.

βαρετός

adjective (figurative (very boring)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Robert sat through another deadly lecture, trying not to fall asleep.

απίστευτα, εξωφρενικά

adverb (extremely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The detective had been up all night looking for clues, and now he was deadly tired.

μπελαντόνα

noun (deadly nightshade: poisonous plant)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

βαρετός μέχρι θανάτου

adjective (informal (extremely boring) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The class was so deadly dull he could hardly stay awake.

θανάσιμη δύναμη, θανατηφόρα δύναμη

noun (sufficient strength to cause death)

νεκρική σιγή

noun (total lack of sound, voices)

θανάσιμο αμάρτημα

noun (often plural (Christianity: sin leading to damnation)

According to the Bible, sloth is a deadly sin.

τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα

plural noun (Christianity: worst vices) (Χριστιανισμός)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The seven deadly sins include gluttony and sloth.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του deadly στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.