Τι σημαίνει το sin στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sin στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sin στο Αγγλικά.

Η λέξη sin στο Αγγλικά σημαίνει αμαρτία, αμαρταίνω, αμαρτάνω, ημ, ημ., θανάσιμο αμάρτημα, μεγάλο σφάλμα, μεγάλο ατόπημα, αμαρτάνω, θανάσιμο αμάρτημα, θανάσιμο αμάρτημα, συζώ, ακούσιο, αφέσιμο αμάρτημα, θανάσιμο αμάρτημα, προπατορικό αμάρτημα, πάγκος για αθλητές που παραβίασαν κανόνες του παιχνιδιού, ειδική σχολική μονάδα για ανυπάκουους μαθητές, ασυγχώρητο σφάλμα, ασυγχώρητο λάθος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sin

αμαρτία

noun (immoral act)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jessica went to church to confess her sins.
Η Τζέσικα πήγε στην εκκλησία για να εξομολογηθεί τις αμαρτίες (or: τα αμαρτήματά) της.

αμαρταίνω, αμαρτάνω

intransitive verb (commit a sin)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
William had sinned and asked his priest for forgiveness.
Ο Γουίλιαμ αμάρτησε και ζήτησε συγχώρεση από τον ιερέα.

ημ, ημ.

noun (written, abbreviation (sine: trigonometric function) (συντομογραφία: ημίτονο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Calculate the sin of this angle.

θανάσιμο αμάρτημα

noun (Christianity: one of 7 deadly sins)

μεγάλο σφάλμα, μεγάλο ατόπημα

noun (figurative (error, faux pas)

αμαρτάνω

verbal expression (break religious law)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you commit a sin, you should confess and ask for forgiveness.
Αν αμαρτήσεις, θα πρέπει να εξομολογηθείς και να ζητήσεις συγχώρεση.

θανάσιμο αμάρτημα

noun (often plural (Christianity: sin leading to damnation)

According to the Bible, sloth is a deadly sin.

θανάσιμο αμάρτημα

noun (serious moral offence)

Adultery is a grave sin.

συζώ

verbal expression (unmarried couple: live together) (για ζευγάρι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jacob and Polly aren't married; they're living in sin.

ακούσιο, αφέσιμο αμάρτημα

noun (relatively slight offence, venial sin)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Surely masturbation must be a minor sin in relation to murder.

θανάσιμο αμάρτημα

noun (Christianity: most serious moral offence) (χριστιανισμός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The preacher convinced her that she had committed a mortal sin and would be doomed to hell for eternity if she did not repent.

προπατορικό αμάρτημα

noun (Christianity: human failing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eve giving in to the serpent's temptation is a metaphor for original sin.

πάγκος για αθλητές που παραβίασαν κανόνες του παιχνιδιού

noun (UK, figurative, slang (sport: penalty box) (χόκεϊ, ράγκμπι)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ειδική σχολική μονάδα για ανυπάκουους μαθητές

noun (UK, figurative, slang (place one is banished to as punishment) (εκπαιδευτικό σύστημα Ηνωμένου Βασιλείου)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ασυγχώρητο σφάλμα, ασυγχώρητο λάθος

noun ([sth] that cannot be pardoned)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Catholic church considers suicide an unforgivable sin.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sin στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sin

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.