Τι σημαίνει το deal στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης deal στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του deal στο Αγγλικά.

Η λέξη deal στο Αγγλικά σημαίνει συμφωνία, συναλλαγή, προσφορά, συμφωνία, μοιράζω, μοιράζω, μοιράζω, μεταχείριση, -, συμπεριφέρομαι, φέρομαι, διακινώ, ασχολούμαι με κτ, εμπορεύομαι, αντιμετωπίζω, χειρίζομαι, ασχολούμαι με κπ, αφορώ, ασχολούμαι, διαχειρίζομαι, καλή ευκαιρία, πολλά, μεγάλος, πολύ, πολύ, μεγάλη προσπάθεια, συμφωνώ, σιγά τ'αυγά, σιγά τον πολυέλαιο, σπουδαία τα λάχανα, πολύ σημαντικός, σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα, επαγγελματική συμφωνία, πολύ, κάνω μια συμφωνία, καθοριστικός παράγοντας, αυτός που αναλαμβάνει να κλείνει τις συμφωνίες, αυτό που θα με πείσει, μοιράζω σε κπ, συμπεριλαμβάνω, μοιράζω, μοιράζω, δεν υπολογίζω, δε μετράω, βάζω, καταδικάζω, απονέμω ποινή, πάρτο απόφαση, δέξου το, αποδέχομαι τις συνέπειες, υφίσταμαι τις συνέπειες, η συμφωνία έκλεισε, κλείνω μια συμφωνία, κάνω συμφωνία, Νιου Ντιλ, New Deal, που δεν είναι μεγάλο πράγμα, που δεν είναι τίποτα σπουδαίο, πακέτο προσφοράς, αδικία, δίνω τα χέρια, δίκαιη/ίση μεταχείριση/ευκαιρία, χρυσώνω το χάπι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης deal

συμφωνία

noun (agreement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The two sides made a deal.
Οι δύο πλευρές ήρθαν σε συμφωνία.

συναλλαγή

noun (transaction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Each deal is an opportunity for profit.
Κάθε συναλλαγή είναι μια ευκαιρία για να βγάλεις χρήματα.

προσφορά

noun (informal (bargain)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nancy really got a deal on those shoes.
Η Νάνσι βρήκε αυτά τα παπούτσια σε προσφορά.

συμφωνία

noun (economic policy) (στην πολιτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Roosevelt introduced the New Deal.
Ο Ρούσβελτ εισήγαγε τη Νέα Συμφωνία.

μοιράζω

transitive verb (cards: distribute) (τράπουλα, χαρτιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Every person takes a turn and deals the cards.
Κάθε παίκτης με τη σειρά μοιράζει τα χαρτιά.

μοιράζω

intransitive verb (cards)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's your turn to deal.
Είναι σειρά σου να μοιράσεις.

μοιράζω

noun (cards) (χαρτιά, τράπουλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is Mary's deal.
Τώρα μοιράζει η Μαίρη.

μεταχείριση

noun (informal (treatment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They were unhappy with the deal they had received.
Δεν έμειναν ικανοποιημένοι από τον τρόπο που τους φέρθηκαν.

-

noun (slang (story) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
What's the deal with Amber and Paul? Are they seeing each other?
Τι παίζει με την Άμπερ και τον Πωλ; Τα έχουν;

συμπεριφέρομαι, φέρομαι

intransitive verb (US (behave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He deals badly.
Έχει άσχημη συμπεριφορά.

διακινώ

transitive verb (drugs: sell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He went to jail for dealing drugs.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Λένε πως πλούτισε κάνοντας διακίνηση ναρκωτικών.

ασχολούμαι με κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (be concerned with [sth])

εμπορεύομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (trade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He made his fortune dealing in illegal weapons.
Έκανε περιουσία εμπορευόμενος παράνομα όπλα.

αντιμετωπίζω, χειρίζομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (address, resolve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The problem was brought to my attention and I dealt with it.
Έλαβα γνώση του προβλήματος και το αντιμετώπισα.

ασχολούμαι με κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (handle: people)

You answer the phones and I'll deal with the customers.
Εσύ απάντα στο τηλέφωνο κι εγώ θα αναλάβω τους πελάτες.

αφορώ

phrasal verb, transitive, inseparable (be concerned with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This book deals with history.
Αυτό το βιβλίο ασχολείται με την ιστορία.

ασχολούμαι

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (reprimand, punish)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'll deal with you later! For now, go to your room and think about what you did.
Μαζί σου θα τα πω αργότερα. Προς το παρόν πήγαινε στο δωμάτιό σου και αναλογίσου τι έκανες.

διαχειρίζομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (cope)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can't deal with all this stress right now.
Δεν μπορώ να διαχειριστώ όλο αυτό το άγχος τώρα.

καλή ευκαιρία

noun (bargain)

I chose the car because it was reliable and a great deal.
Επέλεξα το αυτοκίνητο, καθώς ήταν αξιόπιστο και καλή ευκαιρία.

πολλά

noun (much, large amount)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
I have a great deal to accomplish before the end of the semester.
Έχω να πετύχω πολλά πριν τελειώσει το εξάμηνο.

μεγάλος

expression (large amount of [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her presidential campaign had a great deal of success at the local level.
Η προεδρική της καμπάνια είχε μεγάλη επιτυχία σε τοπικό επίπεδο.

πολύ

adverb (greatly, very much)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I value your input a great deal.
Εκτιμώ πολύ τη βοήθειά σου.

πολύ

adverb (considerably)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm feeling a great deal better since I ate some soup.
Νιώθω πολύ καλύτερα, αφότου έφαγα λίγη σούπα.

μεγάλη προσπάθεια

noun (a lot of work)

I put a great deal of effort into this project, and I was really offended when management ignored it.

συμφωνώ

verbal expression (transaction: be agreed)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That's a deal!

σιγά τ'αυγά, σιγά τον πολυέλαιο, σπουδαία τα λάχανα

interjection (slang (disdain) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
So he won the game by cheating. Big deal!
Δηλαδή κέρδισε το παιχνίδι κλέβοντας. Σιγά το πράγμα!

πολύ σημαντικός

noun (slang ([sth] important)

Passing her driving test was a big deal for Jodie.
Το να περάσει την εξέταση για το δίπλωμα οδήγησης ήταν πολύ σημαντικό για την Τζόντι.

σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα

interjection (vulgar, offensive, slang (expressing disdain) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επαγγελματική συμφωνία

noun (agreement, contract)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's good business to have written contracts for all your business deals.

πολύ

adverb (by a large amount or extent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The Indian Ocean is smaller than the Pacific Ocean by a great deal.

κάνω μια συμφωνία

verbal expression (informal (make agreement)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθοριστικός παράγοντας

noun (determining factor)

αυτός που αναλαμβάνει να κλείνει τις συμφωνίες

noun (salesperson: clinches deals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Thanks to his persuasive negotiating technique, he was promoted to the role of Senior Deal Closer.

αυτό που θα με πείσει

noun (informal (factor: clinches a deal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ideally, we'd like the house to have an entrance hall, but it's not a deal closer.

μοιράζω σε κπ

(include [sb] in card game) (χαρτιά)

I want to play this hand; can you deal me in?

συμπεριλαμβάνω

(US, figurative, informal (include [sb]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μοιράζω

(distribute)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They deal out the boarding cards at the check-in desk.

μοιράζω

(figurative (give: advice, etc.) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δεν υπολογίζω, δε μετράω

(US, informal, figurative (not include) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω

(give: punishment)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kids like to feel that their parents deal out punishments fairly.

καταδικάζω, απονέμω ποινή

verbal expression (judge: pass sentence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάρτο απόφαση, δέξου το

interjection (slang (accept reality)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You don't like your job? Deal with it! - you need the money.
Δεν σου αρέσει η δουλειά σου; Πάρ' το απόφαση! Χρειάζεσαι τα λεφτά.

αποδέχομαι τις συνέπειες

verbal expression (accept) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Let's just do it now and deal with the consequences later.

υφίσταμαι τις συνέπειες

verbal expression (informal (suffer as a result of [sb] else's actions) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The president did it, but his successor had to deal with the consequences.

η συμφωνία έκλεισε

noun (informal ([sth] formally agreed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He laid the money on the table and they shook hands. It was a done deal.

κλείνω μια συμφωνία

verbal expression (do business)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The businessman took his partner out to lunch to make a deal.

κάνω συμφωνία

verbal expression (agree on [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We made a deal that I'd do the laundry if he did the dishes.

Νιου Ντιλ, New Deal

noun (US (government policy under Roosevelt)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Welfare provision increased dramatically under the New Deal.

που δεν είναι μεγάλο πράγμα, που δεν είναι τίποτα σπουδαίο

adjective (informal (a matter of little importance) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It is not a big deal that your brother likes to drink a beer now and then. Knitting a sweater is not a big deal for Jane; she has been knitting since she was eight years old.
Στον αδερφό σου αρέσει να πίνει καμιά μπίρα πού και πού. Σιγά το πράγμα!

πακέτο προσφοράς

noun (all-inclusive offer)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αδικία

noun (figurative, informal (unjust treatment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They had no reason at all to fire me; I really got a raw deal.

δίνω τα χέρια

verbal expression (informal (make an agreement official) (μεταφορικά: συμφωνώ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm hoping to seal the deal when we meet the seller of the property tomorrow.

δίκαιη/ίση μεταχείριση/ευκαιρία

noun (fair opportunity or treatment)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χρυσώνω το χάπι

verbal expression (informal, figurative (make an offer more enticing) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του deal στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του deal

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.