Τι σημαίνει το dead στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dead στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dead στο Αγγλικά.

Η λέξη dead στο Αγγλικά σημαίνει νεκρός, οι νεκροί, μουδιάζω, νεκρώνω, ψόφιος, ψόφιος, ξεθυμαίνω, χαλάω, σβήνω, άδειος, νεκρός, εκτός παιχνιδιού, απότομος, άδειος, νέκρα, άγονος, απόλυτος, εντελώς, τελείως, απολύτως, τέρμα, πιάνω επ' αυτοφόρω, διατηρώ φρούδες ελπίδες, εγκεφαλικά νεκρός, χαζός, ανασταίνω, ανασταίνομαι, ανακάμπτω, Ημέρα των Ψυχών, εντελώς αντίθετος σε κτ, απολύτως αντίθετος σε κτ, ακριβώς μπροστά, απώλεια σήματος, νεκρός, πεθαμένος, ανενεργός, νεκρός, πεθαμένος, που έχει πεθάνει, νεκρός, ψόφιος, πτώμα, νηνεμία,μπουνάτσα, πλήρης ακινησία, προσωρινή ανάκαμψη, το κέντρο, ακριβώς στο κέντρο, κρυψώνα, καταδικασμένος σε αποτυχία, πανεύκολος, αδιέξοδο, ισοπαλία, αποτυχημένος, νεκρή γλώσσα, δεύτερη γλώσσα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, χαμένη υπόθεση, νεκρός, πεθαμένος, η μαύρη νύχτα, νεκρός κατά την άφιξη, πτώμα, νεκρός, υπολογισμός στίγματος εξ αναμετρήσεως, απόλυτα σωστός, σωσίας, Νεκρά θάλασσα, Αλμυρά θάλασσα, απόλυτα σοβαρός, απολύτως σοβαρός, αποφασισμένος,έτοιμος για όλα, απολύτως αντίθετος με κτ, απόλυτη στάση, ολόισιος, εξουθενωμένος, ξερός, βάρος, μεγάλο βάρος, χωρητικότητα εκτοπίσματος, νεκρό βάρος, ίδιο βάρος, περιοχή χωρίς σήμα, νεκρή ζώνη, χωρίς μέλλον, χωρίς προοπτική, αδιέξοδο, λάμιο, μένω στον τόπο, άει στο διάολο, άντε χάσου, εντυπωσιακός, εντυπωσιακά, πολύ γοητευτικός, μισοπεθαμένος, τα μεσάνυχτα, μες στα μαύρα μεσάνυχτα, που πέθανε πριν από πολύ καιρό, πάνω από το πτώμα μου, παριστάνω τον πεθαμένο, παριστάνω τον νεκρό, φτυστός ο/η, ανασταίνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dead

νεκρός

adjective (no longer alive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The bug still wasn't dead, so he stepped on it again.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η λίμνη γέμισε με δεκάδες ψόφια ψάρια εξαιτίας της μόλυνσης.

οι νεκροί

plural noun (people no longer alive)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
There are a lot of dead buried in that cemetery.
Σε αυτό το νεκροταφείο έχουν ταφεί πολλοί νεκροί.

μουδιάζω, νεκρώνω

adjective (figurative (numb)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My right foot is dead. Let me walk around a little to wake it up.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι απαίσιο συναίσθημα να νιώθεις μουδιασμένο το πόδι σου.

ψόφιος

adjective (informal, figurative (exhausted) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I am dead! Walking around all day is exhausting.

ψόφιος

adjective (informal, figurative (lacking activity) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This party is dead. Let's go to another one.
Αυτό το πάρτυ είναι ψόφιο (or: βαρετό). Ας πάμε σε κάποιο άλλο.

ξεθυμαίνω

adjective (figurative (flat, no longer fizzy) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Is the lemonade dead? I like it fizzy.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν μπορώ να πιω ξεθυμασμένο αναψυκτικό, είναι απαίσιο!

χαλάω

adjective (informal, figurative (no longer useful)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I think the blender is dead and we need to get another one.
Νομίζω ότι το μπλέντερ χάλασε (or: είναι χαλασμένο) και πρέπει να αγοράσουμε άλλο.

σβήνω

adjective (figurative (no longer burning)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The fire appears to be dead.
Φαίνεται πως η φωτιά έχει σβήσει.

άδειος

adjective (figurative (battery)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The battery is dead so the car won't start.
Η μπαταρία είναι άδεια και το αυτοκίνητο δεν παίρνει μπρος.

νεκρός

adjective (figurative (electricity) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Here is the problem. The circuit is dead and needs to be replaced.

εκτός παιχνιδιού

adjective (figurative (sports: out of play) (μπάλα σε άθλημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The hit occurred while the ball was dead, so the team will be penalised.

απότομος

adjective (abrupt)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The car came to a dead stop after hitting the tree.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το σταμάτημα του λεωφορείου ήταν απότομο και έπεσα πάνω στον κύριο μπροστά μου.

άδειος

adjective (informal, figurative (container: empty)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The keg is dead. We need to find another party that still has beer.

νέκρα

adjective (figurative (stagnant) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
This stock is dead today. It hasn't moved up or down in hours.

άγονος

adjective (infertile)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The land is dead, and nothing will grow on it.

απόλυτος

adjective (figurative (complete) (εμφατικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The project was a dead failure, and accomplished nothing.
Το έργο ήταν απόλυτη αποτυχία και δεν κατάφερε τίποτα.

εντελώς, τελείως, απολύτως

adverb (informal (completely) (εμφατικό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He was dead wrong!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό που λες είναι μπιτ για μπιτ λάθος!

τέρμα

adverb (slang (very) (αργκό: πολύ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That was dead easy!

πιάνω επ' αυτοφόρω

expression (UK, slang (caught, busted)

διατηρώ φρούδες ελπίδες

verbal expression (figurative (pursue a hopeless cause)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I tried to convince him to come with us, but felt that I was beating a dead horse.

εγκεφαλικά νεκρός

adjective (patient: brain no longer functions)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
She was assessed to be brain dead following the crash.

χαζός

adjective (figurative, pejorative, slang (person: stupid, unthinking)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Who hasn't heard of Ronald Reagan? Is that girl brain dead?

ανασταίνω

verbal expression (resuscitate [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Bible says that Christ brought Lazarus back from the dead.

ανασταίνομαι

verbal expression (figurative (succeed again) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In last place going into the final lap, the runner came back from the dead to win the race.

ανακάμπτω

verbal expression (figurative (recover)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After the triple bypass, he came back from the dead and now he is living an active life.

Ημέρα των Ψυχών

noun (celebration: All Souls)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εντελώς αντίθετος σε κτ, απολύτως αντίθετος σε κτ

(informal (totally opposed to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I wanted to go to Art School, but my parents were dead against it.

ακριβώς μπροστά

adverb (US, slang (directly in front) (ΗΠΑ,αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can't possibly miss the target: it's dead ahead!

απώλεια σήματος

noun (loss of signal)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νεκρός, πεθαμένος

adjective (dead, deceased)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I remember my fourth grade teacher, but she's long since been dead and buried I'm sure.

ανενεργός

adjective (no longer in effect)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That law is dead and buried.

νεκρός, πεθαμένος

adjective (dead, deceased)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cyril has been dead and gone for over twenty years now.

που έχει πεθάνει

adjective (figurative (long since over, finished) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The mining industry in this country is dead and gone.

νεκρός

adjective (UK, informal (no longer alive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψόφιος

adjective (informal (completely exhausted) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πτώμα

noun (corpse)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The dead body lay undiscovered for three days.

νηνεμία,μπουνάτσα

noun (nautical: no wind)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A sailing ship can make no progress at all in a dead calm.

πλήρης ακινησία

noun (total stillness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A dead calm enveloped the house after his wife left him.

προσωρινή ανάκαμψη

noun (figurative (stock market: brief recovery) (χρηματιστήριο)

το κέντρο

noun (exact centre, precise middle)

ακριβώς στο κέντρο

adverb (precisely in the middle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρυψώνα

(secret spot)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καταδικασμένος σε αποτυχία

noun (informal, figurative ([sth] that will not succeed)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πανεύκολος

adjective (figurative, informal (very simple to do)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αδιέξοδο

noun (road: cul-de-sac)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The street led to a dead end so we had to turn around.
Ο δρόμος οδηγούσε σε αδιέξοδο, επομένως έπρεπε να γυρίσουμε.

ισοπαλία

noun (sport: tie, joint win, draw)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Not even the photograph could distinguish the winner, so the race was declared a dead heat.

αποτυχημένος

expression (figurative (failed, no longer viable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νεκρή γλώσσα

noun (no longer spoken)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Latin is a dead language.

δεύτερη γλώσσα

noun (no longer a first language)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (exercise move without assistance)

χαμένη υπόθεση

noun ([sth], [sb], useless)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't ask her to help, she's a dead loss.

νεκρός, πεθαμένος

noun (slang, figurative (man who is likely to die) (άτομο που πιθανότατα θα πεθάνει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Touch me again and you're a dead man!

η μαύρη νύχτα

noun (middle of the night) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νεκρός κατά την άφιξη

adjective (dead before reaching hospital) (στο νοσοκομείο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was rushed to the hospital but was dead on arrival.

πτώμα

noun (corpse, dead body)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νεκρός

noun ([sb] who is no longer alive)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπολογισμός στίγματος εξ αναμετρήσεως

noun (nautical: calculation of position)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απόλυτα σωστός

adjective (slang (totally correct) (απάντηση)

How did you know that answer? You are dead right! You were dead right about that guy; he is a total creep!

σωσίας

noun (slang ([sb] identical to another person) (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He was a dead ringer for the President, and for a while made a good living impersonating him.

Νεκρά θάλασσα, Αλμυρά θάλασσα

noun (body of salt water in Middle East)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Dead Sea is a huge salt lake between Israel and Jordan lying 422 meters below sea level.

απόλυτα σοβαρός, απολύτως σοβαρός

adjective (completely serious)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

αποφασισμένος,έτοιμος για όλα

adjective (resolute, determined)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was dead set on becoming a naval pilot, and was bitterly disappointed when he was rejected for poor eyesight .

απολύτως αντίθετος με κτ

(informal (resolutely opposed to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jerry was dead set against the Prime Minister's proposal.

απόλυτη στάση

noun (complete halt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They heard a loud bang in the engine and the car came to a dead stop.

ολόισιος

adjective (without any curve)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lisa's hair is dead straight, and she wishes it were curly.

εξουθενωμένος

adjective (extremely tired)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξερός

adjective (slang, figurative (asleep) (μεταφορικά: βαθύς ύπνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Once he is asleep he is dead to the world: we can make noise if we want.

βάρος

noun ([sth] heavy, motionless)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μεγάλο βάρος

noun (figurative (burden) (μεταφορικά)

χωρητικότητα εκτοπίσματος

noun (weight a ship can carry) (ζαργκόν: ναυτιλία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νεκρό βάρος

noun (weight of vehicle without a load) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ίδιο βάρος

noun (fixed weight on structure or equipment)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

περιοχή χωρίς σήμα

noun (figurative (area: no phone signal) (κινητή τηλεφωνία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νεκρή ζώνη

noun (ocean: polluted area)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χωρίς μέλλον, χωρίς προοπτική

noun as adjective (figurative (job, etc.: with no future)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rick hated his dead-end job.
Ο Ρικ μισούσε τη δουλειά του, η οποία δεν είχε καμία προοπτική.

αδιέξοδο

noun (US (cul-de-sac, road with no exit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Don't turn there, it's a dead-end street.

λάμιο

noun (non-stinging plant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μένω στον τόπο

(die suddenly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He dropped dead of a heart attack.

άει στο διάολο, άντε χάσου

interjection (figurative, informal (go away!) (προσβλητικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
When he wouldn't leave her alone, she said, "Drop dead" and walked away.

εντυπωσιακός

adjective (figurative, informal (spectacular)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rita could be a fashion model, with her drop-dead legs.

εντυπωσιακά

adverb (figurative, informal (spectacularly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πολύ γοητευτικός

adjective (figurative, slang (person: very attractive)

μισοπεθαμένος

adjective (figurative (exhausted) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
David continued the climb, although he was half dead from the effort; he had to make it to the top.

τα μεσάνυχτα, μες στα μαύρα μεσάνυχτα

adverb (in the middle of the night)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Strange noises in the dead of night can be very scary.

που πέθανε πριν από πολύ καιρό

adjective ([sb]: died a long time ago)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάνω από το πτώμα μου

interjection (slang, figurative (expressing complete refusal) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You'll have custody of my children over my dead body! You want to borrow my jeans? Over my dead body!

παριστάνω τον πεθαμένο, παριστάνω τον νεκρό

(lie as though dead)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Some animals play dead as a way of defending themselves when they are in danger.

φτυστός ο/η

noun (slang (person identical to another) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Has anyone ever said that you're a ringer for George Clooney?

ανασταίνομαι

verbal expression (come back to life, be resurrected)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dead στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dead

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.