Τι σημαίνει το fell στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fell στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fell στο Αγγλικά.

Η λέξη fell στο Αγγλικά σημαίνει υλοτομώ, θανατηφόρος, καρικώνω, λόφος, πέφτω, πέφτω, πτώση, φθινόπωρο, πτώση, κλίση, κατωφέρεια, πτώση, πτώση, πέφτω, πτώση, το πώς πέφτει κτ, ο τρόπος που πέφτει κτ, ολίσθημα, πτώση, άλωση, Πτώση, καταρράκτης, καταρράχτης, πέφτω, πέφτω, πέφτω, τραυματίζομαι, πέφτω, πέφτω, -, πέφτω, εμπίπτω, πέφτω, επιτίθεμαι σε κτ/κπ, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, αρπάζω, με τη μία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fell

υλοτομώ

transitive verb (tree: chop down)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The loggers felled several large pine trees.
Ο ξυλοκόπος έκοψε αρκετά μεγάλα πεύκα.

θανατηφόρος

adjective (archaic (deadly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A fell disease spread through the population of the hamlet.
Μια θανατηφόρα ασθένεια εξαπλώθηκε στον πληθυσμό του μικρού χωριού.

καρικώνω

transitive verb (sewing: fold edges seam)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λόφος

noun (UK, regional (hill)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mr. Mawson's family plans to scatter his ashes on a fell in the Lake District.

πέφτω

intransitive verb (come down)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I fell from a ladder yesterday. It's autumn and the leaves are falling.
Έπεσα από τη σκάλα χθες. Είναι φθινόπωρο και πέφτουν τα φύλλα.

πέφτω

intransitive verb (figurative (abate) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Demand for this product has fallen recently.
Η ζήτηση για αυτό το προϊόν μειώθηκε (or: ελαττώθηκε) πρόσφατα.

πτώση

noun (act of falling) (από ψηλά προς χαμηλά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fall of nuts from the tree makes a loud sound.
Το πέσιμο των καρπών από το δέντρο κάνει έναν δυνατό θόρυβο.

φθινόπωρο

noun (US (autumn) (εποχή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Classes will resume in the fall.
Τα μαθήματα θα ξανά αρχίσουν το φθινόπωρο.

πτώση

noun (decline)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fall in prices will harm our profits.
Η πτώση των τιμών θα μειώσει τα κέρδη μας.

κλίση, κατωφέρεια

noun (slope)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The field is flat except for a fall towards the river.
Το χωράφι είναι επίπεδο, εκτός από μια κλίση (or: κατωφέρεια) κοντά στο ποτάμι.

πτώση

noun (ruin) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is the story of the decline and fall of Richard Nixon.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό το βιβλίο περιγράφει την παρακμή και την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

πτώση

noun (defeat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She wrote a book about the Fall of France in 1940.
Έγραψε ένα βιβλίο για την πτώση της Γαλλίας το 1940.

πέφτω

noun (distance [sth] falls)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The river has a fall of about fifty metres.
Το ποτάμι πέφτει από μια απόσταση περίπου πενήντα μέτρων.

πτώση

noun (falling down)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She suffered a bad fall, while horseriding.
Υπέστη μια άσχημη πτώση ενώ έκανε ιππασία.

το πώς πέφτει κτ, ο τρόπος που πέφτει κτ

noun (uncountable ([sth] hanging down)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was enchanted by the fall of her hair on her shoulders.
Μαγεύτηκε από τον τρόπο που έπεφταν τα μαλλιά της στους ώμους της.

ολίσθημα

noun (sinful lapse) (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A sinner must confess his fall.
Ένας αμαρτωλός πρέπει να ομολογεί το ολίσθημά του.

πτώση, άλωση

noun (surrender, capture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Odysseus wandered for ten years after the fall of Troy.
Ο Οδυσσέας περιπλανήθηκε για δέκα χρόνια μετά την εκπόρθηση της Τροίας.

Πτώση

noun (Bible)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
In the Bible, the serpent brought on the Fall.
Στη Βίβλο, το φίδι έφερε την πτώση.

καταρράκτης, καταρράχτης

plural noun (waterfall)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You can hear the falls from far off.
Ο καταρράκτης (or: καταρράχτης) ακουγόταν από μακριά.

πέφτω

intransitive verb (come to rest) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Her gaze fell upon the letter I was writing.
Το βλέμμα της έπεσε στο γράμμα που έγραφα.

πέφτω

intransitive verb (collapse)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The roof fell under the weight of the snow.
Η οροφή κατέρρευσε υπό το βάρος του χιονιού.

πέφτω

intransitive verb (die) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He fell in battle, dying like a hero.
Έπεσε στη μάχη, πεθαίνοντας σαν ήρωας.

τραυματίζομαι

intransitive verb (drop wounded)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The soldier fell, and was treated by the medics.
Ο στρατιώτης τραυματίστηκε και τον περιποιήθηκαν οι γιατροί.

πέφτω

intransitive verb (temperature: decline) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Temperatures will fall below freezing tomorrow.
Οι θερμοκρασίες θα πέσουν κάτω από το μηδέν αύριο.

πέφτω

intransitive verb (government: lose ability) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The government fell, following a scandal.
Η κυβέρνηση έπεσε μετά το σκάνδαλο.

-

intransitive verb (figurative (become) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
She fell ill.
Αρρώστησε.

πέφτω

intransitive verb (figurative (commit a sin)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He fell from grace after the discovery of his crimes.
Έχασε την υπόληψή του μετά την ανακάλυψη των εγκλημάτων του.

εμπίπτω

intransitive verb (be included)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Their request falls within the scope of our project.
Το αίτημά τους εμπίπτει στον σκοπό του έργου μας.

πέφτω

(figurative (occur on) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My birthday falls on a Saturday this year. The election falls on my birthday.
Τα γενέθλιά μου πέφτουν Σάββατο φέτος. Οι εκλογές πέφτουν ανήμερα των γενεθλίων μου.

επιτίθεμαι σε κτ/κπ

(attack)

πέφτω με τα μούτρα σε κτ

(eat hungrily) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρπάζω

(opportunity: grab enthusiastically)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

με τη μία

expression (in a single fast action)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pests or disease can wipe out the entire crop in one fell swoop.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fell στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fell

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.