Τι σημαίνει το maladie στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης maladie στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του maladie στο Γαλλικά.
Η λέξη maladie στο Γαλλικά σημαίνει ασθένεια, αρρώστια, αρρώστια, ασθένεια, πάθηση, ασθένειες, πρόβλημα, δεινό, βάσανο, παθολογική κατάσταση, πάθηση, αδιαθεσία, διαταραχή, ασθένεια, αρρώστια, ασθένεια, μανία, διαταραχή, ασθένεια, πάθηση, νόσος, χρόνια, σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια, καρδιοπάθεια, καρδιοπάθεια, μυκητίαση, που πάσχει από κοιλιοκάκη, στα εύκολα και στα δύσκολα, μόλυνση, που υποφέρει, αφροδίσιο, αποσυμπίεση, μόρβα, αναρρωτική, ομαδική ασθένεια, χρόνια πάθηση, οξεία ασθένεια, δριμεία ασθένεια, ζωική ασθένεια, ασθένεια των ζώων, καρδιαγγειακή πάθηση, χρόνιο νόσημα, ασθένεια του κυκλοφορικού, συγγενής καρδιοπάθεια, νόσος των δυτών, εκφυλιστική ασθένεια, επιδημία, κληρονομική ασθένεια, λοιμώδης ασθένεια, μεταδοτική νόσος, νεφροπάθεια, διανοητική διαταραχή, διανοητική διαταραχή, νευρική διαταραχή, νόσος του Άντισον, χρόνια ανεπάρκεια των επινεφριδίων, ολλανδική ασθένεια της φτελιάς, υπερθυρεοειδισμός, λέπρα, νόσος του Χάνσεν, νόσος του Χόντζκιν, ασθένεια Πάρκινσον, φυτασθένεια, αναπνευστική νόσος, αναπνευστική ασθένεια, κατάσταση ή κατάλογος ασθενούντων, δερματική ασθένεια, εγκεφαλίτιδα, αφροδίσιο νόσημα, αφροδίσιο νόσημα, νόσος των τρελών αγελάδων, αναρρωτική άδεια, ατελής οστεογένεση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, γενετική διαταραχή, πνευμονοπάθεια, ιατρικά ασφάλιστρα, ιατρικά ασφάλιστρα, νευρολογικός ασθενής, υδατογενής νόσος, σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, κοιλιοκάκη, νόσος Αλτσχάιμερ, βορρελίωση, μελανή κηλίδωση, μόρβα, ηπατική νόσος, ασφάλεια υγείας, ανίατη ασθένεια, στεφανιαία αρτηριακή νόσος, ασθένεια του ύπνου, τρυπανοσωμίαση, παροχές υγείας, νόσος των δυτών, σύνδρομο ανθυγιεινών κτιρίων, αναρρωτική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης maladie
ασθένεια, αρρώστιαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette maladie a tué trois personnes le mois dernier. J'ai eu toutes les maladies infantiles aux périodes habituelles. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η αντιμετώπιση των χρόνιων παθήσεων δεν είναι εύκολη υπόθεση. |
αρρώστιαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y avait une maladie qui courait à l'école alors la mère de Gary l'en a retiré pour la semaine. Κυκλοφορούσε μια ασθένεια στο σχολείο και έτσι η μαμά του Γκάρι τον κράτησε σπίτι για μια εβδομάδα. |
ασθένεια, πάθησηnom féminin (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quand elle était jeune, Cynthia a été hospitalisée pour plusieurs maladies. |
ασθένειεςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) En Afrique, des milliers de personnes sont mortes de maladie. |
πρόβλημα, δεινό, βάσανο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le poète mélancolique souffrait d'une maladie de l'esprit. |
παθολογική κατάστασηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il souffre d'une maladie congénitale. |
πάθηση(Médecine) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il souffre d'une maladie cardiaque. Πάσχει από καρδιοπάθεια. |
αδιαθεσίαnom féminin (αίσθημα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La maladie l'a laissé faible et désorienté. |
διαταραχήnom féminin (Psychologie) (ψυχιατρική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sa maladie mentale a été guérie par des psychologues. |
ασθένειαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Larry avait une maladie qui lui causait des difficultés au niveau de la parole. |
αρρώστια, ασθένειαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tous les villageois souffraient d'une étrange maladie. |
μανίαnom féminin (figuré) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'Angleterre a la fièvre du foot. |
διαταραχή(Médecine) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les examens ont confirmé les troubles dont souffrait le patient. Οι εξετάσεις επιβεβαίωσαν τον τύπο της διαταραχής απ' τον οποίο έπασχε ο ασθενής. |
ασθένεια, πάθηση, νόσοςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La grand-mère de Kelly est atteinte d'une mystérieuse maladie. Η γιαγιά της Κέλι πάσχει από μια άγνωστη νόσο (or: ασθένεια). |
χρόνια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια(encéphalopathie bovine spongiforme) |
καρδιοπάθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καρδιοπάθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Στον σύγχρονο δυτικό κόσμο οι καρδιακές παθήσεις αποτελούν ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. |
μυκητίαση(affection parasitaire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που πάσχει από κοιλιοκάκη(personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ma sœur est atteinte de la malade cœliaque et ne peut donc pas manger de gluten. |
στα εύκολα και στα δύσκολα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Tony a toujours pris au sérieux son vœu d'aimer sa femme dans la maladie et la bonne santé. |
μόλυνσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) As-tu résolu ton infection au pied ? |
που υποφέρει(από κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αφροδίσιο
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
αποσυμπίεσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μόρβαnom féminin (ασθένεια σκύλων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναρρωτικήnom masculin (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
ομαδική ασθένειαnom masculin (είδος απεργίας) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χρόνια πάθηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Janine souffre d'une sorte de maladie chronique. |
οξεία ασθένεια, δριμεία ασθένειαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζωική ασθένεια, ασθένεια των ζώωνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καρδιαγγειακή πάθησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χρόνιο νόσημαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ασθένεια του κυκλοφορικούnom féminin (ιατρικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συγγενής καρδιοπάθεια(ιατρική) Ο κύριος και η κυρία Χόλινς συγκλονίστηκαν όταν έμαθαν ότι ο νεογέννητος γιος τους πάσχει από συγγενή καρδιοπάθεια. |
νόσος των δυτώνnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκφυλιστική ασθένειαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιδημίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κληρονομική ασθένειαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λοιμώδης ασθένεια, μεταδοτική νόσοςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νεφροπάθειαnom féminin (ιατρική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διανοητική διαταραχήnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διανοητική διαταραχήnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dans quelques sociétés arriérées, les maladies mentales sont toujours considérées comme quelque chose de honteux. |
νευρική διαταραχήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
νόσος του Άντισον, χρόνια ανεπάρκεια των επινεφριδίωνnom féminin (ασθένεια) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ολλανδική ασθένεια της φτελιάςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η ολλανδική ασθένεια της φτελιάς αφάνισε την πλειοψηφία των ντόπιων φτελιών στη Βρετανία. |
υπερθυρεοειδισμόςnom masculin (Médecine) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λέπρα, νόσος του Χάνσεν
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La maladie de Hansen est plus connue sous le nom de lèpre. |
νόσος του Χόντζκιν
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Διαγνώστηκε ότι έχω τη νόσο του Χόντζκιν. Η νόσος του Χόντζκιν είναι ένα είδος λεμφώματος. |
ασθένεια Πάρκινσονnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ses mains tremblaient parce qu'il a la maladie de Parkinson. |
φυτασθένειαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναπνευστική νόσος, αναπνευστική ασθένειαnom féminin (Médecine) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le smog a contribué au développement de sa maladie respiratoire. Il souffrait d'une maladie respiratoire qui faisait qu'il était souvent essoufflé. Η αιθαλομίχλη ήταν επιβαρυντικός παράγοντας για την αναπνευστική του ασθένεια. |
κατάσταση ή κατάλογος ασθενούντωνnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δερματική ασθένειαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εγκεφαλίτιδαnom féminin (méd) (ιατρική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αφροδίσιο νόσημα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αφροδίσιο νόσημαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ses résultats d'examen montraient qu'il avait contracté une maladie vénérienne. |
νόσος των τρελών αγελάδωνnom féminin (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναρρωτική άδειαnom masculin Le prof de Freddy est en arrêt maladie depuis au moins trois semaines. Ο δάσκαλος του Φρέντυ λείπει με αναρρωτική άδεια εδώ και τρεις εβδομάδες ή και περισσότερο. |
ατελής οστεογένεση(πάθηση) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
γενετική διαταραχήnom féminin |
πνευμονοπάθειαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιατρικά ασφάλιστραnom masculin pluriel |
ιατρικά ασφάλιστραnom masculin pluriel |
νευρολογικός ασθενήςnom masculin |
υδατογενής νόσοςnom féminin |
σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κοιλιοκάκηnom féminin (maladie de l'intestin) (ασθένεια) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
νόσος Αλτσχάιμερnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βορρελίωσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μελανή κηλίδωσηnom féminin (Botanique) |
μόρβαnom féminin (maladie canine) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ηπατική νόσοςnom féminin |
ασφάλεια υγείαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ανίατη ασθένεια(Can) |
στεφανιαία αρτηριακή νόσοςnom féminin |
ασθένεια του ύπνου, τρυπανοσωμίασηnom féminin (méd) (ιατρική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παροχές υγείαςnom féminin |
νόσος των δυτώνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Arthur a eu la maladie des caissons après avoir fait de la plongée. |
σύνδρομο ανθυγιεινών κτιρίων
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αναρρωτικήnom masculin |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του maladie στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του maladie
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.