Τι σημαίνει το vestir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vestir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vestir στο πορτογαλικά.

Η λέξη vestir στο πορτογαλικά σημαίνει φορώ, φοράω, βάζω, φοράω, φορώ, φοράω βιαστικά, βάζω/ρίχνω πάνω μου, ντύνω, ντύνω κπ με κτ, ρίχνω κάτι πάνω μου, ντύνω, ντύνω κπ με κτ, βάζω, φορώ, υποστηρίζω, ντύνω, ντύνω, ντύνω, φοράω, φοριέμαι, τα σπάω με κτ, ντύνω, ντύνω, φοράω, φορώ, φοράω, φοράω, φορώ, φοράω, φορώ, ταιριάζω, καλύπτω με ένα σκληρό στρώμα, φοράω, φοράω, φορώ, ντύνομαι, ντύσιμο, ντύνομαι, ετοιμάζομαι, ντύνω κπ με κτ, φοράω, βάζω, βάζω τη στολή μου, ενδύομαι τα ιερά άμφια, πολύ επίσημη ενδυμασία, απλό ντύσιμο, καθημερινό ντύσιμο, ανεπίσημο ντύσιμο, ντύνομαι στην τρίχα, ντύνομαι στην πένα, ντύνομαι, ντύνομαι επίσημα, ντύνομαι πολύ βαριά, βάζω τα καλά μου, ντύνομαι πρόχειρα, βάζω μάσκα, μου πάει κτ, ρίχνω πάνω μου, ντύνομαι πολύ επίσημα, βάζω τα καλά μου, ξαναντύνω, ετοιμάζω, ντύνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vestir

φορώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φοράω, βάζω

(ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela vestiu um suéter e uma calça jeans e foi investigar o barulho.
Έβαλε ένα πουλόβερ και τζιν και πήγε να ερευνήσει το θόρυβο.

φοράω, φορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela vestiu um vestido bonito para ir à festa.

φοράω βιαστικά, βάζω/ρίχνω πάνω μου

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Corri até lá em cima para vestir alguma coisa menos formal.
Έτρεξα επάνω για να ρίξω πάνω μου κάτι λιγότερο επίσημο.

ντύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ντύνω κπ με κτ

verbo transitivo

ρίχνω κάτι πάνω μου

verbo transitivo (roupas) (καθομιλουμένη, για ρούχα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ντύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela sempre veste os gêmeos iguais.

ντύνω κπ με κτ

verbo transitivo

βάζω, φορώ

verbo transitivo (roupa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele rapidamente vestiu as calças e correu para a porta.
Φόρεσε γρήγορα το παντελόνι του κι βγήκε τρέχοντας από την πόρτα.

υποστηρίζω

(εγώ ο ίδιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Λίγοι άνθρωποι θα φαίνονταν ωραίοι με αυτό το μπλουζάκι και το παντελόνι. Εσένα, όμως, σου πηγαίνει ο συνδυασμός.

ντύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vista as crianças rapidamente, assim nós podemos ir.
Ντύσε, γρήγορα, τα παιδιά, για να φύγουμε.

ντύνω

verbo transitivo (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quem irá vestir os pobres se a caridade acabar?
Ποιος θα ντύνει τους φτωχούς αν κλείσει το φιλανθρωπικό ίδρυμα;

ντύνω

verbo transitivo (de forma estilosa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lisa vestiu a filha dela com um belo vestido.
Η Λίζα έντυσε την κόρη της με ένα όμορφο φόρεμα.

φοράω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amanda estava vestindo uma camiseta com a frase "Estou com um idiota!"
Η Αμάντα φορούσε ένα φανελάκι με το σλόγκαν "Είμαι με τον Ηλίθιο!"

φοριέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Esse casaco veste bem em quaisquer condições climáticas.
Αυτό το παλτό φοριέται σε όλες τις καιρικές συνθήκες.

τα σπάω με κτ

verbo transitivo (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ela está vestindo um look gótico hoje.

ντύνω

(κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A gueixa estava vestida em um quimono púrpura com bordados complexos.

ντύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φοράω, φορώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O que devo vestir hoje?
Τι να βάλω σήμερα;

φοράω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estava frio lá fora, então Karen vestiu um casaco e um cachecol.
Έξω έκανε κρύο γι' αυτό η Κάρεν φόρεσε παλτό και κασκόλ.

φοράω, φορώ

(figurado, roupa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φοράω, φορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todo mundo usa jeans hoje em dia.
Όλοι φοράνε τζιν στις μέρες μας.

ταιριάζω

(vestir facilmente em)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καλύπτω με ένα σκληρό στρώμα

verbo transitivo (cobrir com crosta)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φοράω

verbo transitivo (roupa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Que tamanho você usa?

φοράω, φορώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amanda veste preto na maioria dos dias.

ντύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu estava atrasado esta manhã e tive que me vestir com pressa.
Άργησα και έπρεπε να ντυθώ βιαστικά σήμερα το πρωί.

ντύσιμο

(ato)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Não penso muito no que vestir, então geralmente levo apenas alguns minutos para me vestir.
Δε σκέφτομαι και πολύ το τι θα βάλω οπότε, συνήθως, το ντύσιμο μου παίρνει λίγα λεπτά.

ντύνομαι

(φοράω τα ρούχα μου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele se vestiu e tomou o café-da-manhã rapidamente.
Ντύθηκε κι έφαγε γρήγορα πρωινό.

ετοιμάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Depressa, arrume-se! Elas vão chegar em um minuto.
Κάντε γρήγορα και ετοιμαστείτε! Θα βρίσκονται εδώ σ' ένα λεπτό.

ντύνω κπ με κτ

φοράω, βάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela se emperequitou num vestido enfeitado dourado e com maquiagem pesada.
Φόρεσε ένα χρυσό φόρεμα με πούλιες και έκανε έντονο μακιγιάζ.

βάζω τη στολή μου

verbo pronominal/reflexivo (com uniforme)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Τα μέλη της εγκληματολογικής ομάδας έβαλαν τις στολές τους πριν εισέλθουν στον τόπο του εγκλήματος.

ενδύομαι τα ιερά άμφια

(επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολύ επίσημη ενδυμασία

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

απλό ντύσιμο, καθημερινό ντύσιμο, ανεπίσημο ντύσιμο

expressão

ντύνομαι στην τρίχα, ντύνομαι στην πένα

expressão (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ντύνομαι

(vestir-se)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ντυθείτε βρε παιδιά, μην τρέχετε έτσι τσίτσιδα στην παραλία!

ντύνομαι επίσημα

expressão

ντύνομαι πολύ βαριά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω τα καλά μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As atrizes amam se vestir de gala para as estreias dos filmes.
Στην ηθοποιό αρέσει να βάζει τα καλά της για την πρεμιέρα ταινιών.

ντύνομαι πρόχειρα

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βάζω μάσκα

μου πάει κτ

(informal: ficar bonita)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρίχνω πάνω μου

(roupa: colocar apressadamente) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ντύνομαι πολύ επίσημα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω τα καλά μου

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Para aqueles que não querem vestir roupa formal, o restaurante tem um código de vestimenta casual.
Για όσους δεν θέλουν να βάλουν τα καλά τους το εστιατόριο κάνει αποδεκτή την καθημερινή ενδυμασία.

ξαναντύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ετοιμάζω

(preparar alguém para ser sepultado) (νεκρό για ταφή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A funerária irá vestir minha tia morta para o velório amanhã.
Το γραφείο κηδειών θα ετοιμάσει αύριο τη νεκρή θεία μου προς πρόθεση.

ντύνω

expressão verbal (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os dançarinos se vestiram a caráter, de prata e preto.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vestir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.