Τι σημαίνει το déplacé στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης déplacé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του déplacé στο Γαλλικά.
Η λέξη déplacé στο Γαλλικά σημαίνει μετακινώ, μεταφέρω, εκτοπίζω, μετατοπίζω, ανακατεύω, μπερδεύω, εξορίζω, μετακινώ, παραμερίζω, αφαιρώ, απομακρύνω, ξεριζώνω, φέρνω, μεταφέρω κτ στη θέση κτ άλλου, αλλάζω θέση σε κτ με κτ, μετακινώ, απρεπής, ανάρμοστος, απρόκλητος, αναίτιος, απαράδεκτος, άξεστος, άκομψος, αδικαιολόγητος, άτοπος, άστοχος, απαράδεκτος, άστοχος, ακατάλληλος, ανάρμοστος, σαρκαστικός, αγενής, ακατάλληλος, ανακατεμένος, παράταιρος, άσεμνος, λάθος, μετακινούμαι, μεταφέρομαι, κινούμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, ευκίνητος, αμετακίνητος, ακίνητος, τρέχω, προχωρώ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, φτυαρίζω, κινούμαι, μετακινώ κτ προς τα εμπρός, μετακινούμαι, μεταναστεύω, αποδημώ, γλιστράω, ξεγλιστράω, κινούμαι ελεύθερα, σέρνομαι, πηγαίνω, κινούμαι αδέξια, χωρίζω, μεταφορά κορμών δέντρων, τροχοδρομώ, κουνιέμαι, λικνίζομαι, περπατάω στα νύχια των ποδιών, μετακινούμαι ελεύθερα, κινούμαι ελεύθερα, τσουλάω, τσουλώ, περπατάω, κινούμαι, ανυψώνω, μετακινούμαι, κινούμαι σε κοπάδι, πετάω με τζετ, τρέχω, περπατάω και σκουντουφλάω σε κτ, μεταφέρω με γερανό, μετακινώ κάτι πλάγια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης déplacé
μετακινώ, μεταφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai déplacé la voiture plus près de la maison. Μετακίνησα το αυτοκίνητο πιο κοντά στο σπίτι. |
εκτοπίζω, μετατοπίζωverbe transitif (un liquide) (υγρά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Combien d'eau une balle de golf peut-elle déplacer ? |
ανακατεύω, μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξορίζωverbe transitif (une population) (άνθρωπο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La famine a déplacé des villages entiers. |
μετακινώverbe transitif (un objet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les déménageurs ont déplacé (or: décalé) la table d'un mètre sur la gauche. Οι μεταφορείς μετακίνησαν το τραπέζι ένα μέτρο αριστερά. |
παραμερίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les ouvriers ont poussé la vieille voiture en panne hors de la route. |
αφαιρώ, απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεριζώνω(figuré : une personne) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La guerre civile déracina des milliers de personnes de leurs maisons. |
φέρνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεταφέρω κτ στη θέση κτ άλλου, αλλάζω θέση σε κτ με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'architecte a finalement interverti la place de la baie vitrée et de la véranda. |
μετακινώverbe transitif (une population) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Du fait de la guerre, plusieurs personnes ont été déplacées de leurs maisons. |
απρεπής, ανάρμοστοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il serait déplacé de lui demander de l'argent au dîner. Δεν θα ήταν σωστό να της ζητήσεις λεφτά στο δείπνο. |
απρόκλητος, αναίτιοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απαράδεκτοςadjectif (remarque,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les commentaires grossiers de Terry à propos de ton frère étaient déplacés. Τα αγενή σχόλια του Τέρι για τον αδερφό σου ήταν απαράδεκτα. |
άξεστος, άκομψοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Une attitude aussi déplacée n'est pas surprenante de la part de quelqu'un qui n'a aucune éducation. Τέτοια άξεστη συμπεριφορά είναι αναμενόμενη από κάποιον που δεν έχει καμία παιδεία. |
αδικαιολόγητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Luke m'a assuré que mes craintes étaient injustifiées. |
άτοπος, άστοχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La remarque inopportune qu'a faite Jane pendant la réunion a offensé beaucoup de monde. |
απαράδεκτος(commentaire) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Son comportement est inadmissible. |
άστοχοςadjectif (pas approprié) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il a payé au prix fort sa confiance déplacée (or: mal à propos) en leurs capacités. Πλήρωσε ακριβά την άστοχη εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους. |
ακατάλληλος, ανάρμοστοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο κυβερνήτης θεώρησε πως η χρήση βίας από τον αστυνομικό ήταν ανάρμοστη. |
σαρκαστικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αγενής(parole, action) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακατάλληλοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανακατεμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
παράταιροςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La cuiller avait l'air incongrue (or: déplacée) dans le tiroir à couteaux. |
άσεμνοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η μητέρα της Σούζαν θεώρησε πως το φόρεμα της κόρης της ήταν άσεμνο. |
λάθοςadjectif (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Leur comportement bruyant s'est révélé plutôt déplacé pour l'occasion. |
μετακινούμαι, μεταφέρομαι(σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Amy s'est déplacée vers les premiers rangs. Η Έιμι μετακινήθηκε σε μια θέση κοντά στην μπροστινή πλευρά της αίθουσας. |
κινούμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαιverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'orage se dirige (or: se déplace) vers l'est Η καταιγίδα κινείται (or: μετατοπίζεται) προς τα ανατολικά. |
ευκίνητος(personne) (μπορεί να κινηθεί) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Richard faisait beaucoup d'exercice pour pouvoir rester mobile une fois vieux. Ο Ρίτσαρντ γυμναζόταν πολύ για να είναι ευκίνητος στα γεράματά του. |
αμετακίνητος, ακίνητος(qu'on ne peut pas déplacer) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προχωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Au cours de la partie d'échecs, il a avancé son pion de deux cases. Στην παρτίδα σκάκι, προχώρησε το πιόνι του κατά δύο θέσεις. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
φτυαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Laura a pelleté la terre du trou qu'elle creusait pour se faire un étang de jardin. Η Λώρα έβγαζε με το φτυάρι το χώμα από την τρύπα που έσκαβε για τη λιμνούλα του κήπου. |
κινούμαι(véhicule, personne,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le train avançait (or: roulait) à grande vitesse. Το τρένο έτρεχε με τη μέγιστη ταχύτητά του. |
μετακινώ κτ προς τα εμπρός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pou faire une rotation du stock, avancez les produits moins frais sur l'étagère et rangez les plus récents à l'arrière. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα μπορούσες να μετακινήσεις τις κονσέρβες που κοντεύουν να λήξουν προς τα εμπρός; |
μετακινούμαι(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Οι διπλωμάτες μετακινούνται συχνά από τη μία χώρα στην άλλη. |
μεταναστεύω, αποδημώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les travailleurs migrent vers cette région à la recherche de travail. Οι εργάτες μεταναστεύουν στην περιοχή σε αναζήτηση εργασίας. |
γλιστράω, ξεγλιστράω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous regardions le chat se déplacer furtivement dans les arbustes. |
κινούμαι ελεύθερα
|
σέρνομαι(μτφ: σέρνω τα πόδια μου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πηγαίνωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il se déplace d'un endroit à l'autre, prenant les boulots qu'il trouve. |
κινούμαι αδέξια
|
χωρίζωlocution verbale (Maths) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεταφορά κορμών δέντρων(παλαιό: σε ποτάμι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τροχοδρομώ(επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'avion se déplaçait au sol ; il était trop tard pour débarquer de l'avion ! |
κουνιέμαι, λικνίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Une femme sexy se déplaçait de manière provocante dans les couloirs du casino. |
περπατάω στα νύχια των ποδιών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bradley traversa la maison sur la pointe des pieds, évitant les lattes grinçantes. |
μετακινούμαι ελεύθερα, κινούμαι ελεύθεραverbe pronominal |
τσουλάω, τσουλώverbe pronominal (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) C'est facile de faire du vélo quand un vent arrière me permet de me déplacer sans pédaler. |
περπατάωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Bien qu'il ait 98 ans, mon grand-père se déplace toujours comme s'il avait la moitié de son âge. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Παρά το ατύχημα της, η γιαγιά μου κυκλοφορεί κανονικότατα. |
κινούμαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Avec son arthrite, il a du mal à se déplacer. Η αρθρίτιδα τον δυσκολεύει στο να μετακινείται. |
ανυψώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μετακινούμαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les tribus se sont lentement déplacées vers le sud, à la recherche d'eau. Οι φυλές μετακινήθηκαν σιγά προς τον νότο ψάχνοντας για νερό. |
κινούμαι σε κοπάδι(poissons) (για ψάρια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πετάω με τζετ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le président a voyagé en avion à réaction jusqu'à New York pour la conférence de presse. Ο πρόεδρος πέταξε στη Νέα Υόρκη με τζετ για τη συνέντευξη τύπου. |
τρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La voiture se déplaçait rapidement sur la route. |
περπατάω και σκουντουφλάω σε κτ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Le bébé s'est réveillé en pleurs au beau milieu de la nuit, vu que Joe se déplaçait bruyamment dans la cuisine. |
μεταφέρω με γερανόverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ils ont fabriqué cette section ailleurs et l'ont déplacée jusqu'ici à l'aide d'une grue. |
μετακινώ κάτι πλάγιαlocution verbale Un assistant caméra sait comment s'y prendre pour déplacer la caméra de côté tout en filmant l'acteur. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του déplacé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του déplacé
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.