Τι σημαίνει το dernier στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dernier στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dernier στο Γαλλικά.

Η λέξη dernier στο Γαλλικά σημαίνει τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελικός, τελευταίος, πάνω, τελευταία φορά, πίσω, πιο πρόσφατος, τελευταίος, πρόσφατος, τελευταίος, ο πιο πίσω, τελευταίος, άλλος, αποχαιρετιστήριος, τελευταίος, πάτος, πίσω, πρώην, τελευταίος, που πλησιάζει στο τέλος του, καταληκτικός, υπόλοιπος, έσχατος, ύστατος, τελειωτικός, τελικός, καταληκτικός, αποχαιρετιστήριος, επαναληπτικός, η τελευταία στιγμή, τελευταίοι, και καλά μοντέρνος, τέλος, τελευταία στιγμή, την τελευταία στιγμή, σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, πέρσι, πέρυσι, τέλος, μέχρι την τελευταία στιγμή, την τελευταία στιγμή, προθεσμία, τελευταίο βραδινό ποτό, η ευθεία απέναντι από την κεντρική κερκίδα, μέρα της Κρίσης, Δευτέρα Παρουσία, τελευταία προσπάθεια, απεγνωσμένη προσπάθεια, τελευταία στιγμή, τελευταία ελπίδα, τελευταία λέξη, η τελευταία λέξη, τελευταία πνοή, τελική προειδοποίηση, Ημέρα της Κρίσης, ύστατη πνοή, τελικός γύρος, τελευταίος όροφος, τελική δόση, τελευταία φάση, τελική φάση, συντάξιμος μισθός, καλοκαιρινό τρίμηνο, τελευταίος όροφος, κατακλείδα, φθίνουσα ημισέληνος, Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών, αφήνω την τελευταία μου πνοή, δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστή, έχω τον τελευταίο λόγο, έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος, υπερσύγχρονος, την Δευτέρα, την Κυριακή, το κέντρο της κολάσεως, καβάτζα, καβάντζα, καμένο χαρτί, τιμώ, βγαίνω κερδισμένος, παίρνω εκδίκηση πεθαίνοντας, έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος, εξώστης, έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος, καταλήγω, τελευταίο τέταρτο, της τελευταίας στιγμής, ένα για τον δρόμο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dernier

τελευταίος

adjectif (final)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il faut vraiment que tu gagnes cette dernière course.
Πρέπει πραγματικά να κερδίσεις την τελευταία κούρσα.

τελευταίος

adjectif (le plus récent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quel est le dernier livre que tu as lu ?
Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διάβασες;

τελευταίος

adjectif (le plus tard possible)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est allé au magasin à la dernière minute, juste avant sa fermeture.
Πήγε στο μαγαζί την τελευταία στιγμή, λίγο πριν κλείσει.

τελευταίος

adjectif (moins approprié)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il serait mon dernier recours pour me venir en aide. Il n'est pas du tout fiable.
Θα ήταν η τελευταία μου επιλογή για να με βοηθήσει. Είναι εντελώς αναξιόπιστος.

τελευταίος

adjectif (moins probable) (λιγότερο πιθανός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le gymnase ? C'est le dernier endroit où vous le trouverez !
Στο γυμναστήριο; Αυτό είναι το τελευταίο μέρος που θα τον βρεις.

τελευταίος

adjectif (autorité)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le président a toujours le dernier mot.
Τον τελικό λόγο τον έχει πάντα ο πρόεδρος.

τελευταίος

adjectif (seul restant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Personne n'a mangé le dernier morceau de lasagne.
Κανένας δεν έφαγε το τελευταίο κομμάτι λαζάνια.

τελευταίος

adjectif (le moins important)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le pique-nique vient en dernier sur ma liste. Tout le reste est plus important.
Το πικ νικ είναι το τελευταίο στις προτεραιότητές μου. Όλα τα άλλα είναι πιο σημαντικά.

τελευταίος

adjectif (κάθε άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous n'allons pas commencer à manger tant que la toute dernière personne arrive.
Δεν θα ξεκινήσουμε να τρώμε μέχρι να έρθει και ο τελευταίος καλεσμένος.

τελευταίος

(la chose la plus récente)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Le dernier est généralement le meilleur.
Το τελευταίο είναι συχνά και το καλύτερο.

τελικός, τελευταίος

(qui marque la fin)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le match s'est achevé avec le coup de sifflet final.
Το παιχνίδι έληξε με το τελικό (or: τελευταίο) σφύριγμα.

πάνω

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il y a deux fois plus de livres sur l'étagère supérieure que sur celle du bas.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στάθηκε στο ψηλότερο σκαλί της σκάλας.

τελευταία φορά

(le plus récemment : parler,...)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Qui a parlé en dernier ? Toi ou lui ?
Ποιος μίλησε τελευταίος; Εσύ ή εκείνος;

πίσω

πιο πρόσφατος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est très fier de sa dernière conquête féminine et parade avec elle dans les soirées.

τελευταίος, πρόσφατος

adjectif (le plus récent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aux dernières nouvelles, ils se sont encore séparés.
Τα πιο φρέσκα νέα είναι πως χώρισαν πάλι.

τελευταίος

nom masculin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous ne nous sommes pas vus beaucoup ces dernières années.
Δεν έχουμε ειδωθεί πολύ τα τελευταία χρόνια.

ο πιο πίσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελευταίος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'énigme n'était résolue que dans les dernières pages du roman. // Durant ses dernières années, ma grand-mère a commencé à perdu l'audition.
Το μυστήριο δεν λύθηκε πριν το τελευταίο μέρος του βιβλίου. // Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η γιαγιά μου άρχισε να χάνει την ακοή της.

άλλος

adjectif

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
J'ai juste une dernière chose à faire. Nous devons faire passer un entretien aux trois derniers candidats avant de prendre une décision.
Έχω ακόμα ένα πράγμα να κάνω.

αποχαιρετιστήριος

(επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elizabeth a offert à son patron un cadeau d'adieu quand elle a quitté son emploi.

τελευταίος

adjectif (volonté)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La dernière volonté de cette vieille dame fut d'être enterrée à côté de son mari.
Η τελευταία επιθυμία της ηλικιωμένης κυρίας ήταν να θαφτεί δίπλα στον άντρα της.

πάτος

(classement) (μτφ, πιθανώς προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
James n'a jamais étudié, ce n'est pas étonnant qu'il soit le dernier de sa classe.
Ο Τζέιμς δεν διάβαζε ποτέ, γι' αυτό δεν με εκπλήσσει το ότι βρίσκεται στον πάτο της τάξης.

πίσω

Les dernières pages du magazine sont consacrées aux publicités.
Οι πίσω (or: τελευταίες) σελίδες του περιοδικού έχουν διαφημίσεις.

πρώην

(précédent)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Les trois derniers (or: anciens) sénateurs ne sont plus dans le gouvernement.

τελευταίος

adjectif (d'un passé récent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ces derniers jours, il a beaucoup plu.
Τις τελευταίες μέρες έβρεξε πολύ.

που πλησιάζει στο τέλος του

(heure, moment,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quand arrivaient les dernières heures de la journée, la famille se réunissait à l'intérieur de la maison.

καταληκτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les remarques finales de l'intervenant portaient sur l'avenir de l'agriculture.

υπόλοιπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les objets restants seront emballés et donnés à une œuvre caritative.
Τα υπόλοιπα είδη τοποθετήθηκαν σε κούτες και δωρίστηκαν σε φιλανθρωπικούς οργανισμούς.

έσχατος, ύστατος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τελειωτικός, τελικός, καταληκτικός

(touche)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle met la touche finale au gâteau d'anniversaire.

αποχαιρετιστήριος

(spectacle)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le célèbre chanteur a donné son concert d'adieu.
Ο διάσημος τραγουδιστής έδωσε το αποχαιρετιστήριο κοντσέρτο του.

επαναληπτικός

(cours,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les comédiens se sont réunis pour une dernière répétition avant la représentation du soir.

η τελευταία στιγμή

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελευταίοι

(όσοι ή όσα έχουν μείνει)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Robert Scott et son équipe furent les derniers grands explorateurs.
Ο Ρόμπερτ Σκοτ και η ομάδα του ήταν οι τελευταίοι από τους μεγάλους εξερευνητές.

και καλά μοντέρνος

(καθομιλουμένη, μειωτικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτή η συσκευή κινητού είναι καινούριο φρούτο.

τέλος

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Enfin, assurez-vous de ne pas avoir oublié vos affaires.
Τέλος, πρόσεξε να μην ξεχάσεις τα πράγματά σου.

τελευταία στιγμή

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Son rendez-vous a été annulé au dernier moment. Je suis désolée de vous demander cela au tout dernier moment mais je n'ai appris la nouvelle qu'hier.

την τελευταία στιγμή

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les vivres ont été acheminés aux villageois affamés au tout dernier moment (or: à la dernière minute).

σε εξαιρετικά δύσκολη θέση

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πέρσι, πέρυσι

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'année dernière, je suis allé en vacances en Italie.
Πέρυσι πήγα διακοπές στην Ιταλία.

τέλος

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μέχρι την τελευταία στιγμή

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

την τελευταία στιγμή

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προθεσμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La date limite de ce projet a été fixée pour aujourd'hui, donc je dois vraiment m'y mettre.
Η προθεσμία γι' αυτή τη δουλειά είναι σήμερα, επομένως πρέπει πραγματικά να την προχωρήσω.

τελευταίο βραδινό ποτό

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

η ευθεία απέναντι από την κεντρική κερκίδα

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μέρα της Κρίσης, Δευτέρα Παρουσία

(θρησκεία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le jour du jugement dernier, Jésus-Christ viendra juger ce qui nous aurons fait.

τελευταία προσπάθεια, απεγνωσμένη προσπάθεια

τελευταία στιγμή

Kathy attend toujours la dernière minute (or: le dernier moment) pour rendre ses devoirs.

τελευταία ελπίδα

nom masculin

Comme dernier recours pour la conquérir, il lui a acheté douze douzaines de roses. Tu es mon dernier recours. Si tu ne me prêtes pas l'argent, je perdrai la maison.

τελευταία λέξη

nom masculin (fig) (μεταφορικά: π.χ. της μόδας)

Le dernier cri de la mode ne fera plus de bruit dans deux mois.

η τελευταία λέξη

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mon frère veut toujours avoir le dernier mot.

τελευταία πνοή

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dans un dernier soupir, il lui a souhaité une vie heureuse.

τελική προειδοποίηση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ημέρα της Κρίσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ύστατη πνοή

nom masculin (κυριολεκτικά)

τελικός γύρος

(Sports : d'une course) (σπορ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il n'a pris la tête qu'au dernier tour.

τελευταίος όροφος

(κτιρίου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Du dernier étage du bâtiment, on peut voir toute la ville.

τελική δόση

nom masculin (διακανονισμός)

τελευταία φάση, τελική φάση

nom masculin

C'est magnifique, la plante arrive au dernier stade de sa transformation.

συντάξιμος μισθός

nom féminin

καλοκαιρινό τρίμηνο

nom masculin (Scolaire)

τελευταίος όροφος

nom masculin

κατακλείδα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φθίνουσα ημισέληνος

Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών

nom féminin (Église mormone)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αφήνω την τελευταία μου πνοή

(figuré : mourir)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Après avoir reçu l'extrême-onction, elle a rendu son dernier souffle.

δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστή

(un peu familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je me fiche complètement des gros titres de la presse à scandale.
Σκασίλα μου για όσα λένε οι παλιοφυλλάδες!

έχω τον τελευταίο λόγο

locution verbale (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Amy et Jake peuvent se disputer pendant des heures parce qu'ils veulent tous les deux avoir le dernier mot.

έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος

(σε αγώνα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai fini dernier à la race.

υπερσύγχρονος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η καινούρια μας τηλεόραση χρησιμοποιεί υπερσύγχρονη τεχνολογία για να παράσχει την καλύτερη εικόνα και τον καλύτερο ήχο.

την Δευτέρα

(προηγούμενη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je l'ai fait lundi (dernier).

την Κυριακή

(προηγούμενη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dimanche (dernier), il ne se sentait pas bien.

το κέντρο της κολάσεως

nom masculin (Δάντης)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καβάτζα, καβάντζα

nom masculin (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dave est sensé jouer de la batterie dans le groupe, mais s'il décide de ne pas le faire, Liam est notre dernier recours.

καμένο χαρτί

(pays, entreprise) (μεταφορικά: δεν έχει ελπίδα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγαίνω κερδισμένος

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω εκδίκηση πεθαίνοντας

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος

locution verbale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Dans l'alphabet anglais, le z arrive en dernier.

εξώστης

nom masculin (Théâtre)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ben était assis au dernier balcon du théâtre.

έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος

verbe intransitif (σε προτεραιότητα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Trop de gens font passer leur forme physique en dernier dans leur liste de priorité.

καταλήγω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En dernier recours, Bill mangea du thon quand il n'eut plus d'autre nourriture.
Ο Μπιλ κατέληξε να φάει τόνο, αφού ξέμεινε από άλλα τρόφιμα.

τελευταίο τέταρτο

nom masculin (de lune)

της τελευταίας στιγμής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ένα για τον δρόμο

nom masculin

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dernier στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του dernier

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.