Τι σημαίνει το dessin στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dessin στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dessin στο Γαλλικά.
Η λέξη dessin στο Γαλλικά σημαίνει σχέδιο, σχέδιο, ζωγραφική, ζωγραφιά, σχέδιο, διάταξη, δομή, σχεδίαση, εικόνα, παστέλ, κινούμενα σχέδια, λαχούρι, άνιμε, σχέδιο με κάρβουνο, πτυσσόμενο γραφείο, τράπεζα σχεδίασης, χαρτί σχεδίου, ελεύθερο σχέδιο, βιομηχανικό σχέδιο, σχέδιο με μολύβι, σχέδιο με μολύβι, σχέδιο υπό κλίμακα, χαρακτήρας κινουμένων σχεδίων, σχεδίαση με υπολογιστή, σχεδίαση με ηλεκτρονικό υπολογιστή, σχεδίαση με Η/Υ, μάθημα σχεδίου εκ του φυσικού με γυμνό μοντέλο, καρτούν, πιάστρα, ζωγραφική με γυμνό μοντέλο, τεχνικό σχέδιο, περιγράφω, σκιαγραφώ, με λαχούρια, δεν χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο, κόμικς, ζωγραφίζω μία εικόνα, σχέδιο σε κάρβουνο, έργο σε κάρβουνο, κινούμενο σχέδιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dessin
σχέδιο(ornement sur tissu,...) (σε ύφασμα, χαρτί κλπ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Aimes-tu le motif de ma chemise ? Σου αρέσει το σχέδιο στο πουκάμισό μου; |
σχέδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'aime les dessins de Picasso sur les toreros. Μου έφτιαξε ένα σκαρίφημα για να βρω το σπίτι του ευκολότερα. |
ζωγραφικήnom masculin (activité) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le dessin est l'une de mes activités préférées. Το σχέδιο είναι μια από τις αγαπημένες μου ασχολίες. |
ζωγραφιάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'enfant a fait un dessin de sa maison. Το παιδί ζωγράφισε μια εικόνα του σπιτιού του. |
σχέδιο(σε χαρτί) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le dessin de chien qu'il avait fait en cours d'arts plastiques était très impressionnant. |
διάταξη, δομήnom masculin (γραφιστική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La première étape est le dessin, ensuite nous passons à la conception. Το πρώτο βήμα είναι η διάταξη (or: το λέι-άουτ) και μετά σχεδιάζουμε το καλλιτεχνικό κομμάτι. |
σχεδίασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εικόνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le graphique sur ce diaporama n'était qu'une petite image. |
παστέλ(dessin) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) J'ai vendu plusieurs petits pastels et une grande peinture à l'huile. Πούλησα αρκετά μικρά παστέλ και μια μεγάλη ελαιογραφία. |
κινούμενα σχέδιαnom masculin Regarder les dessins animés le samedi matin faisait partie des traditions familiales. Τα κινούμενα σχέδια τα πρωινά του Σαββάτου ήταν παράδοση για την οικογένειά μου. |
λαχούρι(σχέδιο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les dessins cachemire sont très courants dans les cravates pour homme. Τα λαχούρια είναι δημοφιλές σχέδιο για αντρικές γραβάτες. |
άνιμε(κινούμενα σχέδια) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σχέδιο με κάρβουνο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πτυσσόμενο γραφείοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τράπεζα σχεδίασηςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χαρτί σχεδίουnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ελεύθερο σχέδιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βιομηχανικό σχέδιοnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σχέδιο με μολύβιnom masculin (χωρίς σκιές) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Maintenant que tu maîtrises le dessin au trait, tu peux commencer à travailler les ombres. C'est une technique classique de peinture que de commencer par un dessin au trait sur la toile. |
σχέδιο με μολύβιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σχέδιο υπό κλίμακαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Henrietta a fait un dessin à l'échelle de son jardin. L'artiste a commencé par faire un dessin à l'échelle de son projet de murale. Η Εριέττα έκανε ένα σχέδιο του κήπου της υπό κλίμακα. Ο καλλιτέχνης άρχισε με ένα σχέδιο υπό κλίμακα της προβλεπόμενης τοιχογραφίας. |
χαρακτήρας κινουμένων σχεδίωνnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bugs Bunny, Mickey Mouse et Popeye sont tous des personnages de dessins animés. |
σχεδίαση με υπολογιστή, σχεδίαση με ηλεκτρονικό υπολογιστή, σχεδίαση με Η/Υ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μάθημα σχεδίου εκ του φυσικού με γυμνό μοντέλοnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καρτούνnom masculin |
πιάστραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζωγραφική με γυμνό μοντέλοnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τεχνικό σχέδιοnom masculin |
περιγράφω, σκιαγραφώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'ai pas pu expliquer l'accident alors j'ai fait un dessin pour la police. |
με λαχούρια(σχέδιο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quelqu'un a oublié un foulard à motif cachemire dans la cafétéria. Κάποιος άφησε ένα μαντήλι με λαχούρια στην καφετέρια. |
δεν χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) - Jake et Anthea ont tous les deux disparu à l'étage. - Je vois ce que tu veux dire ! |
κόμικςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Jerry affirme lire le journal tous les jours, mais en réalité, il ne lit que les dessins humoristiques. Ο Τζέρρυ λέει πως διαβάζει εφημερίδα κάθε μέρα, αλλά στην πραγματικότητα διαβάζει μόνο τα κόμικς. |
ζωγραφίζω μία εικόναlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Plus de boulot, donc plus de salaire, ce qui veut dire qu'on ne pourra pas aller à Hawaï au printemps. Je ne vais quand même pas te faire un dessin ! |
σχέδιο σε κάρβουνο, έργο σε κάρβουνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'exposition de crayons au fusain débutera le mois prochain. Η έκθεση με τα σχέδια σε κάρβουνο θα ανοίξει τον επόμενο μήνα. |
κινούμενο σχέδιοnom masculin (συνήθως πληθυντικός) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dessin στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του dessin
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.