Τι σημαίνει το designer στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης designer στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του designer στο Αγγλικά.

Η λέξη designer στο Αγγλικά σημαίνει σχεδιαστής, σχεδιάστρια, σχεδιαστής, σχεδιάστρια, επώνυμος, συνθετικός, δολοπλόκος, μηχανορράφος, σχεδιαστής κοστουμιών, επώνυμα ρούχα, επώνυμη μάρκα, σχεδιαστής μόδας, σχεδιαστής επίπλων, σχεδιαστής κήπου, σχεδιάστρια κήπου, γραφίστας, γραφίστρια, σχεδιαστής βιομηχανικών προίόντων, διακοσμητής εσωτερικών χώρων, σχεδιαστής κοσμημάτων, σχεδιάστρια κοσμημάτων, σχεδιαστής πλεκτών, αρχιτέκτονας τοπίου, σχεδιαστής παραγωγής, σχεδιάστρια παραγωγής, σκηνογράφος, σχεδιαστής υφασμάτων, σκηνογράφος, σχεδιαστής ιστοσελίδων, σχεδιάστρια ιστοσελίδων, σχεδιαστής ιστοσελίδων, σχεδιάστρια ιστοσελίδων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης designer

σχεδιαστής, σχεδιάστρια

noun (person who designed [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
He is the famous designer of Apple's new computer.
Είναι ο διάσημος σχεδιαστής του νέου υπολογιστή της Apple.

σχεδιαστής, σχεδιάστρια

noun (fashion designer) (ρούχων)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
He is a leading designer for Armani.
Είναι κορυφαίος σχεδιαστής του οίκου Αρμάνι.

επώνυμος

adjective (important brand)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The ladies flocked to this season's array of designer bags.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ντύνεται μόνο με πανάκριβα, επώνυμα ρούχα.

συνθετικός

adjective (slang (type of illicit drug)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Designer drugs often poison and even kill those who take them.

δολοπλόκος, μηχανορράφος

noun (a plotter or schemer)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
One of the characters in the film is an evil designer who is plotting to take over the world.

σχεδιαστής κοστουμιών

noun ([sb]: designs actors' outfits) (θέατρο, κινηματογράφος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επώνυμα ρούχα

plural noun (labelled fashion items)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
If you want my opinion, designer clothes are a total waste of money.

επώνυμη μάρκα

noun (exclusive named brand)

I get cheap jeans at the discount store, but my friend insists on designer labels.

σχεδιαστής μόδας

noun (creator of clothing designs)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She worked as a fashion designer at a clothing company.
Εργαζόταν ως σχεδιάστρια μόδας σε μια εταιρεία ενδυμάτων.

σχεδιαστής επίπλων

noun (person: designs furniture)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mies van der Rohe , a pioneer of modern architecture, was also a philosopher, teacher and furniture designer.

σχεδιαστής κήπου, σχεδιάστρια κήπου

noun (landscape planner)

γραφίστας, γραφίστρια

noun (person: commercial artist)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
What do graphic designers design? Graphics: icons, company logos, etc.

σχεδιαστής βιομηχανικών προίόντων

noun (designer of factory-produced goods)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διακοσμητής εσωτερικών χώρων

noun (décor design consultant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Veronica hired an interior designer to restyle her house.

σχεδιαστής κοσμημάτων, σχεδιάστρια κοσμημάτων

noun (creates jewelry)

σχεδιαστής πλεκτών

noun (writer of patterns for knitted clothing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρχιτέκτονας τοπίου

noun ([sb] who plans layout of gardens)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

σχεδιαστής παραγωγής, σχεδιάστρια παραγωγής

noun (TV, cinema: [sb] who oversees visuals) (ΤV, κινηματογράφος)

σκηνογράφος

noun (theatre, cinema: creator of scenery)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The set designer's done some excellent work on this opera.

σχεδιαστής υφασμάτων

noun (creator of fabric patterns)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκηνογράφος

noun (visuals for plays, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

σχεδιαστής ιστοσελίδων, σχεδιάστρια ιστοσελίδων

noun (creator of internet pages and sites)

σχεδιαστής ιστοσελίδων, σχεδιάστρια ιστοσελίδων

noun ([sb]: creates internet pages)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του designer στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του designer

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.