Τι σημαίνει το model στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης model στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του model στο Αγγλικά.

Η λέξη model στο Αγγλικά σημαίνει μοντέλο, δείγμα, υπόδειγμα, υπόδειγμα, μοντέλο, μοντέλο, υποδειγματικός, εργάζομαι ως μοντέλο, μινιατούρα, μικρογραφία, μοντέλο, μοντέλο, μοντέλο, μοντέλο, μοντέλο, προβάλλω, επιδεικνύω, προβάρω, φτιάχνω, διαμορφώνω κτ με βάση κτ, φτιάχνω κτ έχοντας κτ ως πρότυπο, τρισδιάστατη μακέτα, τρισδιάστατο μοντέλο, επιχειρηματικό μοντέλο, μοντέλο αθέτησης, μοντέλο, μοντέλο λογιστικής παλινδρόμησης, αυτοκίνητο μινιατούρα, υποδειγματικό παιδί, γυμνό μοντέλο, πρότυπο, παράδειγμα προς μίμηση, μακέτα, υπόδειγμα χρησιμότητας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης model

μοντέλο, δείγμα, υπόδειγμα

noun (example, [sth] to be copied)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This is the model. You should make the rest to look like this one.
Αυτό είναι το μοντέλο (or: δείγμα). Πρέπει να φτιάξετε και τα υπόλοιπα σαν κι αυτό.

υπόδειγμα

noun (figurative (ideal example)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was considered to be a model for all fathers - doing everything that a good father should do.
Όλοι τον θεωρούσαν πατέρα πρότυπο - έκανε όλα όσα πρέπει να κάνει ένας καλός πατέρας.

μοντέλο

noun (fashion model)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She is a model, and often works in Milan.
Είναι μοντέλο και συχνά δουλεύει στο Μιλάνο.

μοντέλο

noun (type of car)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The car's make is a Ford, and the model is Mustang.
Αυτό το αυτοκίνητο είναι μάρκας Φορντ, και το μοντέλο είναι Μάστανγκ.

υποδειγματικός

adjective (figurative (ideal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She has always been a model daughter. We could not have hoped for better.
Ήταν πάντα υποδειγματική κόρη. Δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη.

εργάζομαι ως μοντέλο

intransitive verb (be a fashion model)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She modelled professionally for three years.
Εργάστηκε ως επαγγελματίας μοντέλο για τρία χρόνια.

μινιατούρα, μικρογραφία

adjective (miniature)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He gave his son a model train for his birthday.
Πήρε στον γιο του τρένο μινιατούρα για τα γενέθλιά του.

μοντέλο

noun ([sb] who poses for artists, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She worked as a nude model for art classes in college.
Εργαζόταν ως γυμνό μοντέλο για τα καλλιτεχνικά τμήματα στο πανεπιστήμιο.

μοντέλο

noun (miniature)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The model showed what the apartment complex would look like if built.
Η μακέτα έδειχνε πώς θα ήταν η πολυκατοικία αν χτιζόταν.

μοντέλο

noun (clothing design)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This is a first model of the wedding dress.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό το μοντέλο της δεκαετίας του '60 έρχεται και πάλι στη μόδα.

μοντέλο

noun (mathematical example)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mathematician's mathematical model of stock market fluctuations made him millions.
Το μαθηματικό μοντέλο που παρήγαγε ο μαθηματικός σχετικά με τις διακυμάνσεις του χρηματιστηρίου τον έκανε πλούσιο.

μοντέλο

noun (scientific or conceptual example)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His model of the universe was complex with many equations.
Το μοντέλο του σύμπαντος που είχε φτιάξει ήταν πολύπλοκο και περιλάμβανε πολλές εξισώσεις.

προβάλλω, επιδεικνύω

transitive verb (demonstrate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should model the kind of behaviour you'd like your children to copy.
Θα πρέπει να προβάλλεις (or: επιδεικνύεις) το είδος της συμπεριφοράς που θέλεις να αντιγράψουν τα παιδιά σου.

προβάρω

transitive verb (display clothing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's model this sweater on that mannequin.
Ας προβάρουμε αυτό το πουλόβερ σε εκείνο το μανεκέν.

φτιάχνω

transitive verb (form into a shape)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She modelled the dough into the shape of a little man.
Διαμόρφωσε τη ζύμη σε σχήμα μικρού ανθρώπου.

διαμορφώνω κτ με βάση κτ

(copy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have modelled my work practices on those of my boss.
Διαμόρφωσα τον τρόπο της δουλειάς μου με βάση αυτόν του αφεντικού μου.

φτιάχνω κτ έχοντας κτ ως πρότυπο

(base on [sth] else)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This amphitheatre was modelled on the Colosseum in Rome.

τρισδιάστατη μακέτα

noun (abbreviation (maquette)

τρισδιάστατο μοντέλο

noun (abbreviation (computer simulation) (Η/Υ)

επιχειρηματικό μοντέλο

noun (commercial plan)

μοντέλο αθέτησης

noun (financial: identifies risk) (οικον: ανάλυση κινδύνου)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μοντέλο

noun (models designer clothes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μοντέλο λογιστικής παλινδρόμησης

noun (method of calculating probability)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αυτοκίνητο μινιατούρα

noun (miniature or toy vehicle)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υποδειγματικό παιδί

noun (child: well behaved)

I was a model child. I got good grades and never gave my parents any trouble.

γυμνό μοντέλο

noun (poses naked)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Many new art students are embarrassed when the day comes for their nude model class.

πρότυπο, παράδειγμα προς μίμηση

noun ([sb]: sets good example)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She's a very bad role model for those young girls who look up to her.
Είναι πολύ κακό πρότυπο για εκείνα τα μικρά κορίτσια που τη θαυμάζουν.

μακέτα

noun (copy: not actual size)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπόδειγμα χρησιμότητας

noun (patent)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του model στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του model

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.