Τι σημαίνει το devil στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης devil στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του devil στο Αγγλικά.

Η λέξη devil στο Αγγλικά σημαίνει διάβολος, διάολος, δαίμονας, Διάβολος, τύραννος, σατράπης, διάβολος, διάολος, παρενοχλώ, καρυκεύω, μα τον Θεό, πολύ δύσκολος, κόλαση, χάλι, μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, ο διάβολος προσωποποιημένος, σαλάχι, διαβολόψαρο, απρόσεκτος, επιπόλαιη στάση, απερίσκεπτη στάση, δικηγόρος του διαβόλου, ανεμοστρόβιλος, διαολάκι, διαβολάκι, κακίστρω, προσωποποίηση του διαβόλου, Κατά φωνή και ο διάολος, Τι στο καλό;, τι στο καλό, τι στο καλό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης devil

διάβολος, διάολος, δαίμονας

noun (evil supernatural being)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hell is supposed to be full of devils.
Η κόλαση υποτίθεται πως είναι γεμάτη από διάβολους (or: δαίμονες).

Διάβολος

noun (often capitalized (religion: evil being, Satan)

The preacher warned his congregation not to allow the Devil to tempt them.
Ο ιεροκήρυκας προειδοποίησε το ποιμνιό του να μην αφήσουν τον Διάβολο να τους σκανδαλίσει.

τύραννος, σατράπης

noun (figurative (evil person) (μεταφορικά: για άλλους)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The dictator was a devil to his people.
Ο δικτάτορας ήταν ένας τύρρανος για τον λαό του.

διάβολος, διάολος

noun (figurative, informal (mischievous person)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Those devils poured a bucket of water over me!
Τα διαβολάκια αυτά έριξαν ένα κουβά νερό πάνω μου!

παρενοχλώ

transitive verb (mainly US (annoy, harass)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The journalists kept devilling the politician.
Οι δημοσιογράφοι συνέχιζαν να παρενοχλούν τον πολιτικό.

καρυκεύω

transitive verb (food: prepare with spices)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm devilling an egg for lunch.

μα τον Θεό

interjection (emphatic expletive, mild oath)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
The devil, he will; I'm putting a stop to it right now. Who the devil told you that?

πολύ δύσκολος

noun (figurative, informal ([sth] difficult, resistant)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
This job is a devil, but it's interesting.
Η δουλειά αυτή είναι πολύ δύσκολη, αλλά είναι ενδιαφέρουσα.

κόλαση

noun (figurative, informal ([sth] difficult, unpleasant) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My family has had a devil of a time this past year.
Η οικογένειά μου πέρασε πολύ δύσκολα τον περασμένο χρόνο.

χάλι

noun (figurative, informal ([sth] bad) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That's a devil of a bruise you've got there; what happened?
Τι χάλι μελανιά είναι αυτή; Τι έγινε;

μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης

expression (figurative (facing a dilemma)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο διάβολος προσωποποιημένος

noun (figurative (embodiment of evil, [sb] wicked) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A great many people regard Hitler as the devil incarnate.
Πολλοί άνθρωποι θεωρούν πως ο Χίτλερ ήταν ο διάβολος προσωποποιημένος.

σαλάχι, διαβολόψαρο

noun (manta ray: flat-bodied fish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Steve Irwin met his death when he was stung by a devil ray on the Great Barrier Reef.

απρόσεκτος

adjective (informal (person, approach: reckless)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιπόλαιη στάση, απερίσκεπτη στάση

noun (informal (recklessness)

δικηγόρος του διαβόλου

noun (figurative (argues for [sth] unpopular)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Can I play devil's advocate, and ask you a question?

ανεμοστρόβιλος

noun (small whirlwind)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Visitors to Texas are likely to see dust devils on the highway.

διαολάκι, διαβολάκι

noun (figurative, informal (naughty child) (για παιδιά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My brother was a little devil when he was young.
Ο αδερφός μου ήταν διαολάκι όταν ήταν μικρός.

κακίστρω

noun (figurative, pejorative (evil woman)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προσωποποίηση του διαβόλου

noun (figurative, pejorative (very unpleasant person)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My mother-in-law can't stand me; she thinks I'm the spawn of the devil!

Κατά φωνή και ο διάολος

interjection ([sb] just mentioned arrives)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τι στο καλό;

interjection (slang (disbelief, incomprehension) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τι στο καλό

pronoun (slang (incomprehension) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't know what the heck is taking him so long.

τι στο καλό

expression (slang (what) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What the heck is going on here?

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του devil στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του devil

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.