Τι σημαίνει το developed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης developed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του developed στο Αγγλικά.

Η λέξη developed στο Αγγλικά σημαίνει οικοδομημένος, ανεπτυγμένος, ανεπτυγμένος, ανεπτυγμένος, αναπτύσσω, προκύπτω, αναπτύσσομαι, αναπτύσσομαι, εξελίσσω, βελτιώνω, παρουσιάζω, αναπτύσσω, αναπτύσσω, εμφανίζω, εμφανίζω, αναπτύσσω, αναπτύσσω, δείχνω, πλήρως ανεπτυγμένος, πλήρως ανεπτυγμένος, καλά αναπτυγμένος, αναπτυγμένος, ολοκληρωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης developed

οικοδομημένος

adjective (place: built up)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Developed areas of the city all have the same water supply.
Οι οικοδομημένες περιοχές της πόλης έχουν όλες την ίδια παροχή νερού.

ανεπτυγμένος

adjective (person, animal: mature)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
When developed, this breed stands almost a meter tall.
Σε πλήρη ανάπτυξη, η ράτσα αυτή φτάνει το ένα μέτρο σε ύψος.

ανεπτυγμένος

adjective (society, country: advanced)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Developed countries are being asked to support the initiative.
Οι ανεπτυγμένες χώρες καλούνται να στηρίξουν την πρωτοβουλία.

ανεπτυγμένος

adjective (idea: complex)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Your thesis is not developed enough yet to present it to the panel.
Η διατριβή σου δεν είναι ακόμα επαρκώς ανεπτυγμένη ώστε να την παρουσιάσεις στην επιτροπή.

αναπτύσσω

transitive verb (improve: skills)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher helped students develop their creative writing skills.
Ο δάσκαλος βοήθησε τους μαθητές του να αναπτύξουν τις ικανότητές τους στη δημιουργική γραφή.

προκύπτω

intransitive verb (come into being)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Trouble will develop if the crowd is not dispersed.
Θα προκύψουν προβλήματα αν δεν διαλυθεί το πλήθος.

αναπτύσσομαι

intransitive verb (grow, mature) (από παιδί σε ενήλικα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Many girls start to develop when they are 11 or 12.
Πολλά κορίτσια αρχίζουν να αναπτύσσονται όταν είναι 11 ή 12 ετών.

αναπτύσσομαι

intransitive verb (country: grow economically) (οικονομικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
China continues to develop rapidly.
Η Κίνα συνεχίζει να αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς.

εξελίσσω, βελτιώνω

transitive verb (object, process: improve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He developed the computer programme to the level of sophistication it has today.
Εξέλιξε το πρόγραμμα του υπολογιστή μέχρι το επίπεδο στο οποίο είναι σήμερα.

παρουσιάζω

transitive verb (illness)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I developed a cold over the weekend.

αναπτύσσω

transitive verb (construction) (ευρύτερη έννοια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They developed this whole area just in the last ten years.
Ανέπτυξαν (or: έχτισαν) ολόκληρη την περιοχή τα τελευταία μόλις δέκα χρόνια.

αναπτύσσω

transitive verb (create: object, process)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She developed a new method for teaching foreign languages.
Ανέπτυξε μία νέα μέθοδο διδασκαλίας ξένων γλωσσών.

εμφανίζω

transitive verb (film: process)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Digital cameras have no film that needs to be developed at a store.
Οι ψηφιακές μηχανές δεν έχουν φιλμ που να πρέπει να εμφανιστεί σε κάποιο κατάστημα.

εμφανίζω

transitive verb (problem: start having)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The car developed a rattling noise. After the harsh winter, the paving developed a number of potholes.

αναπτύσσω

transitive verb (musical theme)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The composer developed the theme, with the woodwinds following the strings.

αναπτύσσω, δείχνω

transitive verb (interest, liking: start to have)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
During retirement she developed an interest in beekeeping.

πλήρως ανεπτυγμένος

adjective (person: mature, grown)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It takes many years for a boy to become fully developed.

πλήρως ανεπτυγμένος

adjective (idea, etc.: completely worked out)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλά αναπτυγμένος

adjective (be elaborate or highly thought out)

The plot of your short story is well developed, but you need to flesh out the characters.

αναπτυγμένος, ολοκληρωμένος

adjective (be physically mature)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
My, she's a well-developed young lady! No wonder all the men are watching her.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του developed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του developed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.