Τι σημαίνει το development στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης development στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του development στο Αγγλικά.

Η λέξη development στο Αγγλικά σημαίνει εξέλιξη, πορεία, πρόοδος, ανάπτυξη, ανάπτυξη, εξέλιξη, εξελίξεις, εξέλιξη, ανάπτυξη, συγκρότημα, εμφάνιση, ανάπτυξη, υπολειπόμενη ανάπτυξη, υπολειπόμενη νοητική ανάπτυξη, οικισμός, στεγαστική ανάπτυξη, εξέλιξη του ανθρώπου, πρόοδος του ανθρώπου, ανάπτυξη του ανθρώπου, Διεθνές Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης, φυσιολογική ανάπτυξη, ανάπτυξη οργάνωσης, ανάπτυξη οργάνωσης, βελτίωση οργάνωσης, ανάπτυξη προϊόντος, έρευνα και ανάπτυξη, ανάπτυξη ακινήτων, έρευνα και ανάπτυξη, σεξουαλική ανάπτυξη, ανάπτυξη λογισμικού, αειφόρος ανάπτυξη, βιώσιμη ανάπτυξη, αστική ανάπτυξη, ανάπτυξη ιστοσελίδας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης development

εξέλιξη, πορεία, πρόοδος

noun (progress of a project, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The development of the project has continued for four months.
Η εξέλιξη (or: πορεία) του έργου συνεχίστηκε για τέσσερις μήνες.

ανάπτυξη

noun (creation, bringing into being)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The development of this theory has taken years.
Η ανάπτυξη βιομηχανικής βάσης είναι καίριας σημασίας για τη χώρα.

ανάπτυξη

noun (economic, social: growth) (οικονομικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The country continues its slow but steady development.
Η χώρα συνεχίζει την αργή αλλά σταθερή ανάπτυξή της.

εξέλιξη

noun (turn of events)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We are all shocked by the latest development in this case.
Οι τελευταίες εξελίξεις στην υπόθεση μας συγκλόνισαν όλους.

εξελίξεις

plural noun (latest news)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
These latest developments have set back negotiations.
Οι τελευταίες αυτές εξελίξεις ανέβαλλαν τις διαπραγματεύσεις.

εξέλιξη

noun (progression of an illness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cancer's development was slow and painful.
Η εξέλιξη του καρκίνου ήταν αργή και επώδυνη.

ανάπτυξη

noun (acquisition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A baby's development of hand-eye coordination takes time.
Η ανάπτυξη του συντονισμού χεριών και ματιών των βρεφών παίρνει χρόνο.

συγκρότημα

noun (houses, apartments)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This development has over a thousand homes and a swimming pool.
Το συγκρότημα αυτό έχει πάνω από χίλιες κατοικίες και μια πισίνα.

εμφάνιση

noun (photography: film processing) (φωτογραφικό φιλμ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The development of film can take as little as an hour.

ανάπτυξη

noun (musical progression)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The thematic development begins in the first movement of the symphony.

υπολειπόμενη ανάπτυξη

noun (stunted growth)

υπολειπόμενη νοητική ανάπτυξη

noun (mentally handicapped)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οικισμός

noun (housing estate, residential area)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The new housing development has easy access to the highway.
Ο νέος οικισμός έχει εύκολη πρόσβαση στον αυτοκινητόδρομο.

στεγαστική ανάπτυξη

noun (residential planning)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Housing development is vital in urban planning.

εξέλιξη του ανθρώπου

noun (improvement of people's well-being)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρόοδος του ανθρώπου

noun (humans' advancement over time)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανάπτυξη του ανθρώπου

noun (human's change over a lifespan)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Διεθνές Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης

noun (initialism (agricultural organization)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φυσιολογική ανάπτυξη

noun (normal physical or mental growth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pesticides interfere with the natural development of amphibians.

ανάπτυξη οργάνωσης

noun (improvement of an organization)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανάπτυξη οργάνωσης, βελτίωση οργάνωσης

noun (act of improving an organization)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανάπτυξη προϊόντος

noun (creation or design of goods)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έρευνα και ανάπτυξη

noun (abbreviation (research and development)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My brother works in R&D at a large company in Silicon Valley.

ανάπτυξη ακινήτων

noun (renovated building: for sale, rental)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έρευνα και ανάπτυξη

noun (business: creation of new products, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σεξουαλική ανάπτυξη

noun (process of reaching physical maturity)

ανάπτυξη λογισμικού

noun (engineering of computer programs) (Η/Υ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αειφόρος ανάπτυξη, βιώσιμη ανάπτυξη

noun (eco-friendly economic growth)

αστική ανάπτυξη

noun (city geography and planning)

ανάπτυξη ιστοσελίδας

noun (business of building internet sites)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του development στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του development

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.