Τι σημαίνει το device στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης device στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του device στο Αγγλικά.

Η λέξη device στο Αγγλικά σημαίνει συσκευή, βόμβα, τεχνική, μέθοδος, τρόπος, αντικλεπτικός μηχανισμός, ηλεκτρική συσκευή, ηλεκτρονική συσκευή, αντισυλληπτικό σπιράλ, ενδομήτριο σπείραμα, σχήμα λόγου, μετρητής, όργανο μέτρησης, μηχανική συσκευή, πυρηνική συσκευή, εξωτερικό τερματικό, συσκευή αποθήκευσης, προειδοποιητική συσκευή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης device

συσκευή

noun (gadget, machine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This futuristic device sweeps the floors by itself.
Αυτή η φουτουριστική συσκευή σκουπίζει το πάτωμα μόνη της.

βόμβα

noun (bomb)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The nuclear device was loaded onto the battleship.
Η πυρηνική βόμβα φορτώθηκε στο θωρηκτό.

τεχνική

noun (artistic, poetic technique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The painter used an interesting device to help show the perspective.
Ο ζωγράφος χρησιμοποίησε μια ενδιαφέρουσα τεχνική για να προβάλει την προοπτική.

μέθοδος

noun (strategy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What device would you recommend for getting people to work harder?
Ποια μέθοδο (or: τακτική) θα πρότεινες για να κάνουμε τον κόσμο να δουλεύει πιο σκληρά;

τρόπος

noun (trick, strategy)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He had an ingenious verbal device to convince his customers to buy.

αντικλεπτικός μηχανισμός

noun (gadget: deters theft)

My new car is equipped with an anti-theft device.

ηλεκτρική συσκευή

noun (machine that runs on electricity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
How did our ancestors live without electrical devices?

ηλεκτρονική συσκευή

noun (gadget, piece of technology)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He can't stand it if he doesn't have the newest and latest electronic device.

αντισυλληπτικό σπιράλ

noun (coil: internal contraception device) (γυναικολογία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
An intrauterine device, or IUD, is a reliable method of contraception.

ενδομήτριο σπείραμα

noun (initialism (contraceptive: intrauterine device)

The IUD has become a popular form of contraception.

σχήμα λόγου

noun (technique used in writing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Irony is a long-favoured literary device in situation comedies.

μετρητής, όργανο μέτρησης

noun (gauge)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I need some type of measuring device to accurately gauge the depth of the ocean.

μηχανική συσκευή

noun (gadget, appliance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A mechanical device can make the job easier.

πυρηνική συσκευή

noun (radioactive weapon) (πολεμικός εξοπλισμός)

εξωτερικό τερματικό

noun (external device connected to a computer) (Η/Υ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dan upgraded his peripheral devices to wireless so now there are fewer cables around his computer.

συσκευή αποθήκευσης

noun (memory stick, etc., for storing data)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προειδοποιητική συσκευή

noun (alarm or danger signal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Smoke alarms are a type of warning device.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του device στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του device

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.