Τι σημαίνει το diet στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης diet στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του diet στο Αγγλικά.

Η λέξη diet στο Αγγλικά σημαίνει δίαιτα, διατροφή, διατροφή, διαίτης, κάνω δίατα, δίαιτα, καθημερινή δόση, ισορροπημένη δίαιτα, ελαφριά διατροφή, «θαυματουργή» δίαιτα, ξεκινώ δίαιτα, υγιεινή διατροφή, δίαιτα υψηλή σε πρωτεΐνες, δίαιτα χαμηλή σε νάτριο, δίαιτα χαμηλή σε θερμίδες, δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες, δίαιτα χαμηλή σε νάτριο, μακροβιοτική δίαιτα, κάνω δίαιτα, ακολουθώ διατροφή, βασική διατροφή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης diet

δίαιτα

noun (weight-loss plan)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The new diet Simon is trying seems to be working; he lost three pounds last week.
Η νέα δίαιτα που δοκιμάζει ο Σάιμον φαίνεται να λειτουργεί· έχασε ενάμισι κιλό την περασμένη εβδομάδα.

διατροφή

noun (special eating plan)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Erika has to follow a strict diet because of her allergies.
Η Έρικα πρέπει να ακολουθήσει αυστηρό διαιτολόγιο, λόγω των αλλεργιών της.

διατροφή

noun (what you eat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's important to get the right amount of nutrients in your diet.
Είναι σημαντικό να λαμβάνεις τη σωστή ποσότητα θρεπτικών συστατικών από τη διατροφή σου.

διαίτης

noun as adjective (low-calorie, for weight loss) (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
James ordered a diet soda with his meal.
Ο Τζέιμς παρήγγειλε ένα αναψυκτικό διαίτης με το φαγητό του.

κάνω δίατα

intransitive verb (follow a weight-loss plan)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Laura has been dieting for a month and you can see she's lost weight.
Η Λώρα κάνει δίαιτα ένα μήνα τώρα και φαίνεται ότι έχει χάσει βάρος.

δίαιτα

noun (legislature) (σπάνιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The diet met to discuss matters of state importance.

καθημερινή δόση

noun (figurative (news, music, etc.) (μεταφορικά)

The TV feeds us a steady diet of reality shows and celebrity gossip.

ισορροπημένη δίαιτα

noun (eating nutritionally varied food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fresh fruits and vegetables are essential to a balanced diet.

ελαφριά διατροφή

noun (diet weak in seasoning) (για αρρώστους)

«θαυματουργή» δίαιτα

noun (gimmicky weight-loss plan)

Recent studies show that fad diets rarely contribute to lasting weight loss.

ξεκινώ δίαιτα

verbal expression (start eating less to lose weight)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υγιεινή διατροφή

noun (eating nutritious food)

Fast foods are not consistent with a healthy diet.

δίαιτα υψηλή σε πρωτεΐνες

noun (eating proteins while restricting carbohydrates)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My wife is on a high-protein diet but she refers to it as a low-carb diet.

δίαιτα χαμηλή σε νάτριο

noun (regimen which restricts salt intake)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Food tastes bland for the first few days of a low sodium diet.

δίαιτα χαμηλή σε θερμίδες

noun (low calorie intake)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I went on a low-calorie diet to lose weight.

δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες

noun (regimen which restricts carbohydrate intake)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No potatoes for me, thanks – I'm on a low-carbohydrate diet. She's trying this new low-carbohydrate diet to see if it will help her lose some weight.
Όχι πατάτες για εμένα, ευχαριστώ - είμαι σε δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες. Δοκιμάζει αυτή τη νέα χαμηλή σε υδατάνθρακες δίαιτα, για να δει αν θα την βοηθήσει να χάσει βάρος.

δίαιτα χαμηλή σε νάτριο

noun (regimen which restricts salt intake)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My doctor has recommended that I follow a low-salt diet.

μακροβιοτική δίαιτα

noun (regimen consisting of grains and beans)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm not convinced that macrobiotic diets actually work.

κάνω δίαιτα

verbal expression (following weight-loss regime)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm on a diet, so don't tempt me with chocolate.

ακολουθώ διατροφή

verbal expression (following eating plan) (συνήθως παρεμβάλλεται περιγραφή)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Due to the diabetes, he's on a sugar free diet.

βασική διατροφή

noun (usual food)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του diet στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του diet

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.