Τι σημαίνει το food στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης food στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του food στο Αγγλικά.

Η λέξη food στο Αγγλικά σημαίνει τρόφιμο, φαγητό, τροφή, τροφή, τροφή, φαγητό, γεωργία, αγροδιατροφική βιομηχανία, παντεσπάνι χωρίς κρόκους, βρεφική τροφή, τροφή για πουλιά, τρόφιμο για πρωινό, τρόφιμο κατάλληλο για πρωινό, φαγητό σε κονσέρβα, γατοτροφή, κινέζικο φαγητό, μαμαδίστικο φαγητό, δωρεάν φαγητό και ποτό, πρόχειρο φαγητό, λιγούρα, έτοιμο φαγητό, σκυλοτροφή, fast food, φαστ φουντ, fast food, φαστ φουντ, φαστφουντάδικο, λιπαρό φαγητό, Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων, γκουρμέ φαγητό, φαγητό το οποίο μπορεί να φαγωθεί χωρίς μαχαιροπήρουνα, πρόσθετο τροφίμων, βιομηχανία φαγητού και ποτού, φαγητό και ποτό, Οργανισμός Ελέγχου Φαρμάκων και Τροφίμων, τράπεζα τροφίμων, καντίνα, τροφική αλυσίδα, χρωστική τροφίμων, χώρος φαγητού, λιγούρα, κριτικός εστιατορίων, κόφτης τροφίμων, δωρεά τροφίμων, αφορμή για προβληματισμό, ομάδα τροφίμων, υγιεινή τροφίμων, βιομηχανία τροφίμων, πρόσληψη τροφής, απόσταση που διασχίζουν τα τρόφιμα από την παραγωγή στην κατανάλωση, συσκευασία τροφίμων, τροφική δηλητηρίαση, παρασκευή φαγητού, επεξεργασία τροφίμων, μούλτι, τροφική πυραμίδα, πυραμίδα της διατροφής, ασφάλεια τροφίμων, επιστήμη της διατροφής, ειδικός στην επιστήμη τροφίμων, υπηρεσία εστίασης, κουπόνι σίτισης, κατάστημα τροφίμων, προμήθειες τροφίμων, φαγητό στο χέρι, σπατάλη τροφίμων, τροφική αλυσίδα, τροφιμογενής, φρέσκο φαγητό, τηγανητά φαγητά, κατεψυγμένα τρόφιμα, διάδρομος με τα κατεψυγμένα, παίρνω φαγητό σε πακέτο, καλό φαγητό, εκλεκτό φαγητό, υγιεινά τρόφιμα, κατάστημα ειδών υγιεινής διατροφής, υγιεινό φαγητό, junk food, τζανκ φουντ, μη φαγώσιμο, μη φαγώσιμος, φαρμακοτρόφιμο, βιολογικό τρόφιμο, τροφή για κατοικίδια, λίπασμα, ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω, επεξεργασμένες τροφές, σνακ, μαγειρική των νότιων ΗΠΑ, street food. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης food

τρόφιμο, φαγητό

noun (excluding drinks)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'll bring the food if you bring the drink. Kale is a very healthy food.
Θα φέρω τα φαγώσιμα αν φέρεις εσύ τα ποτά.

τροφή

noun (including drinks, nourishment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Basic human needs include food and shelter.
Στις βασικές ανάγκες του ανθρώπου συγκαταλέγονται η τροφή και η στέγη.

τροφή

noun (sustenance for life)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Plants make food in their leaves and send it to their roots.
Τα φυτά παράγουν τροφή στα φύλλα τους και τη στέλνουν στις ρίζες τους.

τροφή

noun (figurative (nourishment) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Art is food for the soul.

φαγητό

noun (type, classification)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I like Mexican food.

γεωργία

noun (industry: agriculture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγροδιατροφική βιομηχανία

noun (business: agriculture)

παντεσπάνι χωρίς κρόκους

noun (mainly US (light sponge cake)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Angel food cake contains only egg whites, no yolks, so it's fine on a low-cholesterol diet.

βρεφική τροφή

(mashed food)

τροφή για πουλιά

noun (seed for birds to eat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Teresa filled the bird feeder with bird food and hung it from a tree.

τρόφιμο για πρωινό, τρόφιμο κατάλληλο για πρωινό

(foodstuff)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φαγητό σε κονσέρβα

noun (processed food in tins)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Please place plenty of bottled water and canned food in the cellar.

γατοτροφή

noun (food intended for cats)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The tinned cat food is more expensive but the cats prefer it. Some cats prefer dry cat food while others prefer wet cat food from a can.
Η γατοτροφή σε κονσέρβες είναι πιο ακριβή, αλλά οι γάτες την προτιμούν. Μερικές γάτες προτιμούν την ξηρά γατοτροφή, ενώ άλλες προτιμούν τη ζουμερή γατοτροφή σε κονσέρβα.

κινέζικο φαγητό

noun (esp US (Asian meal)

μαμαδίστικο φαγητό

noun (home cooking, treats) (καθομιλουμένη: πιο γενικά)

The comfort food at the restaurant was just like mom's home cooking.

δωρεάν φαγητό και ποτό

noun (free refreshments)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρόχειρο φαγητό

noun (food: pre-packaged)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was a typical student in that he would always eat convenience food instead of cooking.

λιγούρα

noun (desire for specific food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When I was pregnant, I had a craving for watermelon.
Όταν ήμουν έγκυος είχα μια λιγούρα για καρπούζι.

έτοιμο φαγητό

noun (abbreviation (prepared food)

I didn't have time to cook, so I bought some deli food on the way home.

σκυλοτροφή

noun (processed food product for dogs)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm going to try a different brand of dog food to see if he'll eat that.
Θα δοκιμάσω ν’ αγοράσω καινούργια μάρκα σκυλοτροφής, μήπως κι αυτήν τη φάει.

fast food, φαστ φουντ

noun (junk food)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
We eat fast food occasionally when we don't have time to cook.
Περιστασιακά τρώμε fast food, όταν δεν έχουμε χρόνο για μαγείρεμα.

fast food, φαστ φουντ

noun as adjective (relating to fast food)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Many fast-food items contain unhealthy amounts of sugar and fat.
Πολλά είδη φαστ φουντ περιέχουν ανθυγιεινές ποσότητες ζάχαρης και λίπους.

φαστφουντάδικο

noun (restaurant: rapid service) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fast-food restaurants tend to serve unhealthy food.

λιπαρό φαγητό

noun (food: high in fat)

Fatty food is not healthy.

Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων

noun (US, initialism (Food and Drug Administration) (των ΗΠΑ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γκουρμέ φαγητό

noun (gourmet meals)

The hotel served fine food.

φαγητό το οποίο μπορεί να φαγωθεί χωρίς μαχαιροπήρουνα

noun (food you can pick up and eat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm going to provide finger food at the party to save washing up.

πρόσθετο τροφίμων

noun (food preservative, coloring, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The food additive gives cola its brown colour.

βιομηχανία φαγητού και ποτού

noun (food industry or sector)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Food and drink is big business in the United States.

φαγητό και ποτό

plural noun (refreshments)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There will be food and drink at the reception following the concert.

Οργανισμός Ελέγχου Φαρμάκων και Τροφίμων

noun (US (government health agency)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τράπεζα τροφίμων

noun (food-donating organization) (φιλανθρωπική δομή)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καντίνα

noun (cart where food is sold from) (όχημα, όχι σε κτίριο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τροφική αλυσίδα

noun (hierarchy of organisms)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Plankton are at the bottom of the marine food chain.

χρωστική τροφίμων

noun (edible dye)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Cookies often get their colours from food colouring. Beet juice is a natural red food coloring.

χώρος φαγητού

noun (US (dining area)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

λιγούρα

noun (often plural (desire to eat specific food) (για συγκεκριμένη τροφή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κριτικός εστιατορίων

noun (restaurant reviewer)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

κόφτης τροφίμων

noun (kitchen appliance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δωρεά τροφίμων

noun (charity event)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The church is holding a food drive this weekend to help needy families.
Η εκκλησία διοργανώνει αυτό το σαββατοκύριακο μια δωρεά τροφίμων για να βοηθήσει τις άπορες οικογένειες.

αφορμή για προβληματισμό

noun (figurative ([sth] worth thinking about)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Yes, your ideas have certainly given me food for thought!
Ναι, οι ιδέες σου σαφέστατα μου έδωσαν τροφή για σκέψη!

ομάδα τροφίμων

noun (nutritional category)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The ideal meal includes all of the food groups.

υγιεινή τροφίμων

noun (healthy handling of food)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βιομηχανία τροφίμων

noun (food production business sector)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρόσληψη τροφής

noun (quantity of solids consumed) (ποσότητα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απόσταση που διασχίζουν τα τρόφιμα από την παραγωγή στην κατανάλωση

plural noun (distance food travels before eaten)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

συσκευασία τροφίμων

noun (packaging around a food product)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τροφική δηλητηρίαση

noun (illness from contaminated food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
By the look of that cafe, we'll all have food poisoning by the end of the night. She wondered if the vomiting was from food poisioning or from the flu.
Κρίνοντας από την όψη της καφετέριας, θα πάθουμε όλοι τροφική δηλητηρίαση μέχρι το τέλος της βραδιάς. Αναρωτήθηκε αν ο εμετός ήταν από τροφική δηλητηρίαση ή από τη γρίπη.

παρασκευή φαγητού

noun (food chopping, cooking, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Any surface used for food preparation must be kept absolutely clean.

επεξεργασία τροφίμων

noun (creation of food products)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μούλτι

noun (kitchen appliance: mixer)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Using a food processor, blend the flour and butter. Food processors are great for making baby food.
Χρησιμοποιώντας ένα μούλτι, ανακατέψτε το αλεύρι και το βούτυρο. Τα μούλτι είναι τέλεια για να φτιάξεις παιδική τροφή.

τροφική πυραμίδα

noun (ecology)

πυραμίδα της διατροφής

noun (nutrition)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ασφάλεια τροφίμων

noun (hygienic food handling)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιστήμη της διατροφής

(study of foods)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ειδικός στην επιστήμη τροφίμων

noun ([sb]: studies food production) (άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Food scientists claim that genetically modified foodstuffs presents minimal risk to human health.

υπηρεσία εστίασης

(provision of meals)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κουπόνι σίτισης

noun (usually plural (welfare coupon for free food)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Low-income families are eligible for food stamps.

κατάστημα τροφίμων

noun (grocery store)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προμήθειες τροφίμων

noun (provisions or stores of food)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After ten days lost in the wilderness, our food supplies were running low.

φαγητό στο χέρι

noun (US (take-away food) (κατανάλωση στο δρόμο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σπατάλη τροφίμων

noun (discarded uneaten food)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Scottish households throw away 630,000 tonnes of food waste every year.

τροφική αλυσίδα

(ecology)

τροφιμογενής

adjective (transmitted by contaminated food) (από μολυσμένα τρόφιμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φρέσκο φαγητό

noun (unprocessed food produce)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τηγανητά φαγητά

noun (food pan-cooked in butter or oil)

To lose weight, avoid eating fried food.

κατεψυγμένα τρόφιμα

noun (usually plural (food product stored in a freezer)

Frozen foods don't last forever; they should be used within a certain period of time.

διάδρομος με τα κατεψυγμένα

noun (freezer aisle in supermarket)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
If you can't find fresh turnips in the produce section, try the frozen food section.

παίρνω φαγητό σε πακέτο

verbal expression (informal (order food to go)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλό φαγητό

noun (healthy or top-quality food)

Athletes eat only good food.

εκλεκτό φαγητό

noun (top-quality food)

υγιεινά τρόφιμα

noun (highly nutritious food)

Health food is a commercialized term for healthful food. My mother avoids salty snacks; she only eats health food.

κατάστημα ειδών υγιεινής διατροφής

noun (shop selling organic and whole foods)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can buy tofu in the health food store.

υγιεινό φαγητό

noun (food with nutritional value)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I have been trying to eat more healthy foods, like fruits and vegetables, and cut down on sweets.

junk food, τζανκ φουντ

noun (food that is unhealthy)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
People who eat too much junk food suffer from many serious health problems.
Όσοι τρώνε πολύ τζανκ φουντ πάσχουν από πολλά σοβαρά προβλήματα υγείας.

μη φαγώσιμο

noun ([sth] not edible)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μη φαγώσιμος

adjective (relating to what is not edible)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φαρμακοτρόφιμο

noun (food with added nutrients)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βιολογικό τρόφιμο

noun (food produced by natural methods)

Jeremy decided to start eating only organic food.

τροφή για κατοικίδια

noun (feed for domestic animals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Susan has three dogs and five cats, so she spends a lot of money on pet food.

λίπασμα

noun (nourishment for plants)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω

(make [sth] to eat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Why don't you take out the garbage while I prepare the food.
Γιατί δεν βγάζεις έξω τα σκουπίδια όσο εγώ θα ετοιμάζω φαγητό;

επεξεργασμένες τροφές

noun (edible items in tins or packaging)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Susie doesn't like the taste of processed food; she prefers to buy fresh food from the market.
Στη Σούζι δεν αρέσουν οι επεξεργασμένες τροφές. Προτιμάει να αγοράζει φρέσκα προϊόντα από τη λαϊκή.

σνακ

noun ([sth] to be eaten between meals)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μαγειρική των νότιων ΗΠΑ

noun (informal (Southern American cooking) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Black-eyed peas and cornbread are soul food staples.

street food

noun (food sold by outdoor vendors)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του food στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του food

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.