Τι σημαίνει το die στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης die στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του die στο Αγγλικά.

Η λέξη die στο Αγγλικά σημαίνει πεθαίνω, πεθαίνω από κτ, σβήνω, πεθαίνω, τα φτύνω, σβήνω, πεθαίνω, πεθαίνω για κπ/κτ, ζάρι, σφραγίδα, φιλιέρα, σβήνω, πεθαίνω, -, σφραγίζω, σβήνω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω, πεθαίνει το τμήμα έξω από το έδαφος, σβήνω, καταλαγιάζω, χάνομαι, εξαφανίζομαι, χάνομαι, κλαίω από τα γέλια, ορκίζομαι στη ζωή μου, ορκίζομαι να πεθάνω, πεθαίνω από φυσικά αίτια, αυτοκτονώ, αυτοκτονώ, χύτευση με πίεση, πεθαίνω για την πατρίδα, πεθαίνω ευτυχισμένος, παίρνω εκδίκηση πεθαίνοντας, πεθαίνω στα γέλια, πεθαίνω νέος, χυτοπρεσαριστός, χυτεύω, αντιδραστικός, σκληροπυρηνικός, αρτηριοσκληρωτικός, φανατικός, αντιδραστικός, σκληροπυρηνικός, αρτηριοσκληρωτικός, φανατικός, αφανισμός, ζήτημα ζωής και θανάτου, κρίσιμος, καθοριστικός, πειραγμένα ζάρια, διαρκώ για πάντα, Μην τα παρατάς!, που δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια, που δεν αποθαρρύνεται, ο κύβος ερρίφθη, και γαμώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης die

πεθαίνω

intransitive verb (cease to live)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Joe's grandfather died of a heart attack last Friday.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μετά από μακρόχρονη μάχη με τον καρκίνο, υπέκυψε την περασμένη εβδομάδα.

πεθαίνω από κτ

(be killed by: illness, etc.)

Joe's grandfather died of a heart attack last Friday.
Ο παππούς του Τζόυ πέθανε από καρδιακή προσβολή την περασμένη Παρασκευή.

σβήνω, πεθαίνω

intransitive verb (figurative (disappear, end) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My love for you will never die.
Η αγάπη μου για σένα δεν θα σβήσει ποτέ.

τα φτύνω

intransitive verb (figurative, informal (stop working) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I think the toaster has died.
Νομίζω ότι η τοστιέρα χάλασε.

σβήνω

intransitive verb (figurative (stop burning)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The flame died after three hours.
Η φλόγα έσβησε μετά από τρεις ώρες.

πεθαίνω

(informal (abandon [sb] by dying) (με αντωνυμία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Don't you die on me!" she pleaded tearfully.
«Μη μου φύγεις!», παρακάλεσε κλαίγοντας.

πεθαίνω για κπ/κτ

(give your life for a cause, person)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I love my children so much, I would die for them.

ζάρι

noun (cube with dots for games)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's your turn to throw the die.
Είναι η σειρά σου να ρίξεις το ζάρι.

σφραγίδα

noun (tool for stamping)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The die was ready to start stamping the metal into disks.

φιλιέρα

noun (tool for threading screws)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You need a three eighth inch die for that job.

σβήνω, πεθαίνω

intransitive verb (figurative (languish) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The project died when everybody lost interest in it.
Το έργο έσβησε όταν όλοι έχασαν το ενδιαφέρον τους.

-

transitive verb (suffer a given kind of death) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He died a painful death.
Βρήκε οδυνηρό θάνατο.

σφραγίζω

transitive verb (shape or stamp with die)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σβήνω, ελαττώνομαι, λιγοστεύω

phrasal verb, intransitive (fade, diminish) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πεθαίνει το τμήμα έξω από το έδαφος

phrasal verb, intransitive (plant: die from tips of leaves) (για φυτό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σβήνω, καταλαγιάζω

phrasal verb, intransitive (diminish, subside)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The shouting died down when the rock star began singing.
Οι φωνές καταλάγιασαν όταν ο αστέρας της ροκ ξεκίνησε να τραγουδά.

χάνομαι

phrasal verb, intransitive (disappear gradually)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As the older generation begins to die, their ideas and traditions die off with them.

εξαφανίζομαι

phrasal verb, intransitive (become extinct: organisms)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Most of the polar bears will die out by 2050 as a result of global warming.
Οι περισσότερες πολικές αρκούδες θα εξαφανιστούν μέχρι το 2050 ως συνέπεια του φαινομένου του θερμοκηπίου.

χάνομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (tradition: disappear gradually)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Our language and our traditions will die out as our people become absorbed by the mainstream culture.
Η γλώσσα και οι παραδόσεις μας θα φθίνουν καθώς ο λαός μας απορροφάται από την κουλτούρα του συρμού.

κλαίω από τα γέλια

verbal expression (figurative, informal (laugh very hard) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We almost died laughing when we saw Mike's Halloween costume.

ορκίζομαι στη ζωή μου, ορκίζομαι να πεθάνω

interjection (infantile (promise)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mum, I'll clean my room in the morning. Cross my heart and hope to die!

πεθαίνω από φυσικά αίτια

verbal expression (die of natural causes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
According to the coroner's report, Brown died a natural death.

αυτοκτονώ

verbal expression (kill oneself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αυτοκτονώ

verbal expression (kill oneself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χύτευση με πίεση

noun (forming molten metal)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πεθαίνω για την πατρίδα

verbal expression (soldier: be killed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My great-grandfather died for his country in 1915.
Ο προπάππους μου πέθανε για την πατρίδα του το 1915.

πεθαίνω ευτυχισμένος

verbal expression (be happy at end of life)

I'm determined to enjoy my old age and to die laughing.

παίρνω εκδίκηση πεθαίνοντας

verbal expression (figurative (die after having won revenge against [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πεθαίνω στα γέλια

verbal expression (figurative, informal (laugh very hard)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πεθαίνω νέος

(not live to a very old age)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sometimes it seems that only the good die young.

χυτοπρεσαριστός

noun as adjective (made by molding metal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
These die-cast model cars are very popular with collectors.

χυτεύω

transitive verb (make by molding metal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The factory die-casts the parts in aluminium.

αντιδραστικός, σκληροπυρηνικός, αρτηριοσκληρωτικός, φανατικός

noun (rigid traditionalist)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She's a die hard who believes in the old ways.

αντιδραστικός, σκληροπυρηνικός, αρτηριοσκληρωτικός, φανατικός

adjective (rigidly traditionalist)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's a die-hard supporter of the Republican Party.

αφανισμός

noun (species, etc.: disappearance)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The theory is that a huge asteroid collided with Earth causing a global die-off of dinosaurs.

ζήτημα ζωής και θανάτου

expression (figurative (critical situation) (κρίσιμη κατάσταση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's do or die for our team today.

κρίσιμος, καθοριστικός

adjective (figurative (situation: critical)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tomorrow's game is a do-or-die situation for the struggling team.

πειραγμένα ζάρια

noun (dice weighted for cheating) (για απάτη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Don't gamble with him; that fellow uses loaded dice.

διαρκώ για πάντα

(figurative (endure forever)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My love for you will never die.

Μην τα παρατάς!

interjection (figurative (do not give up)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Come on boys, you can still win this game! Never say die!

που δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια, που δεν αποθαρρύνεται

adjective (figurative (attitude: tenacious)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο κύβος ερρίφθη

expression (figurative (the situation cannot be changed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

και γαμώ

adjective (informal, figurative (extremely desirable) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του die στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του die

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.