Τι σημαίνει το dirt στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dirt στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dirt στο Αγγλικά.
Η λέξη dirt στο Αγγλικά σημαίνει χώμα, βρομιά, βρόμα, λάσπη, βρομιά, μισητός, μοτοσυκλέτα για οδήγηση εκτός δρόμου, πάμφθηνος, πάμφτηνος, πάμφτωχος, χωματόδρομος, κάθαρμα, ρεμάλι, απόβρασμα, κουτσομπολεύω, βγάζω τα άπλυτα στο φόρα, καταπίνω τα λόγια μου, Φάε τη σκόνη μου!, λαχείο, εκμεταλλεύσιμο κοίτασμα ορυχείου, βγάζω βρώμα, βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, φέρομαι άσχημα σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dirt
χώμαnoun (earth, soil) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I like gardening; I like to get my hands into the dirt. Μ' αρέσει η κηπουρική· μου αρέσει να βουτάω τα χέρια μου στο χώμα. |
βρομιά, βρόμαnoun (muck, filth) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The dog came into the house covered in dirt. Το σκυλί μπήκε στο σπίτι γεμάτο χώματα. |
λάσπηnoun (mud stain) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Carl tried to get the dirt off the front of his T-shirt. Ο Καρλ προσπάθησε να βγάλει τη λάσπη απ' το μπροστινό μέρος της μπλούζας του. |
βρομιάnoun (slang, figurative (gossip) (αργκό: κουτσομπολιό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Have you heard the dirt on Tara? |
μισητόςnoun (slang, figurative ([sb], [sth] despised) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) His name is dirt in this household. |
μοτοσυκλέτα για οδήγηση εκτός δρόμουnoun (informal (off-road motorcycle) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πάμφθηνος, πάμφτηνοςadjective (informal (very inexpensive) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πάμφτωχοςadjective (mainly US, slang (poverty stricken) (πολύ φτωχός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My family was dirt poor, but we always took care of our appearances. |
χωματόδρομοςnoun (unmade road, track) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Main Street is paved but all the other streets are just dirt roads. Η οδός Main είναι ασφαλτοστρωμένη, αλλά οι υπόλοιποι δρόμοι δεν είναι παρά χωματόδρομοι. |
κάθαρμα, ρεμάλι, απόβρασμαnoun (US, vulgar, slang (despicable person) (άτομο: ανέντιμος, κακός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My ex-boyfriend is a real dirtbag! Ο πρώην μου είναι μεγάλο κάθαρμα! |
κουτσομπολεύωverbal expression (figurative, slang (share gossip) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω τα άπλυτα στο φόραverbal expression (figurative, slang (share gossip) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταπίνω τα λόγια μουverbal expression (figurative, slang (be humiliated) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When Jessie's album became a huge hit, her critics were forced to eat dirt. |
Φάε τη σκόνη μου!interjection (figurative, slang (insult) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Eat dirt, sucker!" Jeff growled as he hit a winning shot past his opponent. |
λαχείοnoun (figurative, informal ([sth] lucrative) (μεταφορικά, προφορικό: μου πέφτει) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He knew he hit pay dirt when he was offered $100,000 for his story. Ήξερε ότι του είχε πέσει το λαχείο, όταν του πρόσφεραν 100.000 δολάρια για την ιστορία του. |
εκμεταλλεύσιμο κοίτασμα ορυχείουnoun (ore that is profitable for mining) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βγάζω βρώμα(slang, figurative (share rumours) (μεταφορικά: φήμες) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βλέπω τα ραδίκια ανάποδαverbal expression (slang, figurative (be dead) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The idiot overdosed on drugs, now he's taking a dirt nap. |
φέρομαι άσχημα σε κπverbal expression (informal (be disrespectful to [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dirt στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του dirt
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.