Τι σημαίνει το director στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης director στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του director στο Αγγλικά.

Η λέξη director στο Αγγλικά σημαίνει διευθυντής, διευθύντρια, σκηνοθέτης, σκηνοθέτρια, μαέστρος, διευθυντής, διευθύντρια, καλλιτεχνικός διευθυντής, καλλιτεχνικός διευθυντής, καλλιτεχνικός διευθυντής, βοηθός σκηνοθέτη, βοηθός διευθυντή, υποδιευθυντής, αναπληρωτής διευθυντής, αναπληρώτρια διευθύντρια, υπεύθυνος διανομής ρόλων, διευθυντής χορωδίας, συνδιευθυντής, συνδιευθύντρια, υποδιευθυντής, γενικός διευθυντής, γενική διευθύντρια, γενικός διευθυντής, καρέκλα σκηνοθέτη, διευθυντική θέση, σκηνοθέτης, οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια, εργολάβος κηδειών, διευθυντής, διευθύντρια, διευθυντής, διευθύντρια, Διευθυντής Μάρκετινγκ, Διευθυντής Τμήματος Μάρκετινγκ, μουσικός διευθυντής, μουσική διευθύντρια, διευθυντής ορχήστρας, διευθύντρια ορχήστρας, διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης, διοργανωτής εκδηλώσεων, διοργανώτρια εκδηλώσεων, μοναδικός διευθυντής, μοναδική διευθύντρια, διευθυντής σκηνής, διευθύντρια σκηνής, υποδιευθυντής, υποδιευθύντρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης director

διευθυντής, διευθύντρια

noun (person in charge)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Who is the director of this project?
Ποιος είναι ο επικεφαλής αυτού του έργου;

σκηνοθέτης, σκηνοθέτρια

noun (cinema, theatre)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
He is an actor, but would really like to be a film director.
Ηθοποιός είναι, αλλά στην πραγματικότητα θα ήθελε να είναι σκηνοθέτρια.

μαέστρος

noun (conductor)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Our choir director asked us to go to an extra rehearsal on Saturday.

διευθυντής, διευθύντρια

noun (board of directors)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
He is a director of five large companies.
Είναι διευθυντής πέντε μεγάλων επιχειρήσεων.

καλλιτεχνικός διευθυντής

noun (creates advertising visuals)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καλλιτεχνικός διευθυντής

noun (TV, film: head of art department)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καλλιτεχνικός διευθυντής

noun (tv, film: head of art department)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βοηθός σκηνοθέτη

noun (tv, cinema: assistant to director)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βοηθός διευθυντή, υποδιευθυντής

noun (business: deputy director)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αναπληρωτής διευθυντής, αναπληρώτρια διευθύντρια

noun (executive position)

υπεύθυνος διανομής ρόλων

noun ([sb]: chooses performers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After the audition, Phil called the casting director every day to see if he had got the part.
Μετά την ακρόαση ο Φιλ τηλεφωνούσε στον υπεύθυνο κάστινγκ κάθε μέρα για να δει αν είχε πάρει τον ρόλο.

διευθυντής χορωδίας

noun ([sb] who conducts a choir)

During the 20 years the choral director has directed the town choir, they have given over 1000 performances.

συνδιευθυντής, συνδιευθύντρια

noun (business)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

υποδιευθυντής

noun ([sb] acts on behalf of director)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The deputy director will be in charge while the director is away on business.

γενικός διευθυντής, γενική διευθύντρια

noun (mainly UK, initialism (Director General)

The DG of the enterprise is out of the country this week.

γενικός διευθυντής

noun (mainly UK (chief executive)

καρέκλα σκηνοθέτη

noun (film director's seat)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The film director sat in the director's chair and gave instructions to the actors.

διευθυντική θέση

noun (figurative (position of authority)

I'm in the director's chair now.

σκηνοθέτης

noun (oversees making of film)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Kurosawa is considered to be one of Japan's best film directors.

οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια

noun (financial manager)

Theresa worked her way up in the company from junior accountant to finance director.

εργολάβος κηδειών

noun (undertaker)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The funeral director is a somber man, well-suited for his profession.

διευθυντής, διευθύντρια

noun (director who manages whole company)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Serena is managing director of an international fashion house.

διευθυντής, διευθύντρια

noun (UK (manager who oversees a project)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The managing director was strict but fair.
Ο διευθυντής ήταν αυστηρός αλλά δίκαιος.

Διευθυντής Μάρκετινγκ, Διευθυντής Τμήματος Μάρκετινγκ

noun (manager of promotional activities)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μουσικός διευθυντής, μουσική διευθύντρια

noun (overseer of musical activities)

διευθυντής ορχήστρας, διευθύντρια ορχήστρας

noun (band conductor)

διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης

noun (head of Human Resources department)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διοργανωτής εκδηλώσεων, διοργανώτρια εκδηλώσεων

noun ([sb] who organizes social activities)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The cruise ship's social director planned a dance, a talent show and a game night.

μοναδικός διευθυντής, μοναδική διευθύντρια

noun (only manager of a company) (εταιρεία)

διευθυντής σκηνής, διευθύντρια σκηνής

noun ([sb] who directs theater production)

υποδιευθυντής, υποδιευθύντρια

noun (deputy manager)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του director στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του director

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.