Τι σημαίνει το earth στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης earth στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του earth στο Αγγλικά.

Η λέξη earth στο Αγγλικά σημαίνει Γη, γη, γη, γείωση, γειώνω, φωλιά, καλύπτω κτ με χώμα, στου διαόλου την μάνα, στου διαόλου το κέρατο, προσγειώνομαι, διατομίτης, προσγειωμένος, στην πραγματικότητα, Παγκόσμια Ημέρα Γης, αλκαλικές γαίες, γεωεπιστήμες, ο φλοιός της γης, χαμηλή πτήση, σμηκτίτης, σύμπαν, επίγειος παράδεισος, κόλαση, αγκινάρα της Ιερουσαλήμ, Μητέρα Γη, κινώ γη και ουρανό, τίποτα στον κόσμο, στη γη, εν ζωή, είμαι σε τροχιά γύρω από τη γη, επί γης ειρήνη, πλανήτης Γη, σπάνια γαία, πεθαίνω, καλός άνθρωπος, το άλας της γης, το αλάτι της γης, καμμένη γη, στρατηγική καμμένης γης, απόβρασμα, κάθαρμα, η Γη, μέχρι την άκρη του κόσμου, τι στην ευχή, τι στην ευχή, Πού στο καλό...;, πού στο καλό, γιατί στο καλό, γιατί στο καλό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης earth

Γη

noun (uncountable, often capitalized (planet: the world) (πλανήτης)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
The Earth revolves around the sun.
Η Γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο.

γη

noun (uncountable (soil) (χώμα, έδαφος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Farms are successful because the earth is so rich here.
Οι φάρμες ευημερούν επειδή η γη εδώ είναι πολύ εύφορη.

γη

noun (uncountable (ground) (έδαφος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bomb fell to earth.
Η βόμβα έπεσε στη γη.

γείωση

noun (UK (electrical wire: ground) (ηλεκτρολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You must remember to connect the earth properly.
Πρέπει να θυμηθείς να συνδέσεις σωστά τη γείωση.

γειώνω

transitive verb (UK (electricity: connect ground wire) (ηλεκτρολογία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Is that plug earthed?
Έχεις γειώσει αυτή την πρίζα;

φωλιά

noun (uncountable (lair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hunted fox went to earth when it heard the hounds.
Η κυνηγημένη αλεπού πήγε στη φωλιά μόλις άκουσε τα λαγωνικά.

καλύπτω κτ με χώμα

phrasal verb, transitive, separable (cover with earth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's time to earth up the potatoes.

στου διαόλου την μάνα, στου διαόλου το κέρατο

expression (in a distant place) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσγειώνομαι

verbal expression (figurative (be realistic) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He came down to earth with a real bump when he was forced to get his first job.
Προσγειώθηκε απότομα όταν αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά για πρώτη φορά.

διατομίτης

noun (filtration soil)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προσγειωμένος

adjective (sensible) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Marilyn's a very down-to-earth person: she'll be a great asset in the coming crisis.
Η Μέριλιν είναι πολύ προσγειωμένο άτομο. Θα φανεί πολύ χρήσιμη στην επερχόμενη κρίση.

στην πραγματικότητα

adverb (figurative (to reality) (επαναφέρω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Telling her I was broke brought her quickly back down to earth and stopped her spending sprees.
Όταν της είπα ότι είμαι απένταρος, είδε και πάλι τα πράγματα ρεαλιστικά και σταμάτησε τις καταναλωτικές της κραιπάλες.

Παγκόσμια Ημέρα Γης

noun (environmental awareness day)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The first Earth Day took place on April 22, 1970 and is now celebrated around the world.

αλκαλικές γαίες

plural noun (metallic minerals)

γεωεπιστήμες

noun (field of study)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Nancy has a PhD in earth sciences from Bristol University.

ο φλοιός της γης

noun (outermost layer of our planet)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χαμηλή πτήση

noun (act of flying an aircraft low)

σμηκτίτης

(absorbent clay)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σύμπαν

noun (the whole universe)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The chief inspector vowed he would move heaven and earth to bring the killers to justice.

επίγειος παράδεισος

noun (figurative (paradise)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
This seaside vacation has been heaven on earth.

κόλαση

noun (figurative (torment, horrendous experience) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Working in a fast-food restaurant sounds like hell on earth.

αγκινάρα της Ιερουσαλήμ

noun (root vegetable) (λαχανικό)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Once you plant some Jerusalem artichokes in your garden, it's very hard to get rid of them!

Μητέρα Γη

noun (Planet Earth)

κινώ γη και ουρανό

verbal expression (figurative (do everything in one's power) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If I could I would move heaven and earth to make him well again. I will move heaven and earth to achieve my goals.
Αν μπορούσα θα κινούσα γη και ουρανό για να τον κάνω πάλι καλά. Θα κινήσω γη και ουρανό για να επιτύχω τους στόχους μου.

τίποτα στον κόσμο

noun (not anything)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nothing on earth can keep me from the man I love. Nothing on earth will persuade me to talk in front of an audience.

στη γη

adverb (on this planet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There's nothing else like it on earth!

εν ζωή

expression (alive, in this life)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
While I'm still on this earth, I plan to take care of my garden and my grandchildren.

είμαι σε τροχιά γύρω από τη γη

verbal expression (circle the world)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Satellites orbit the earth. The Moon orbits the Earth.

επί γης ειρήνη

noun (absence of conflict, world harmony) (λόγιος)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πλανήτης Γη

noun (the world)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Planet Earth can heal herself no matter what terrible things human beings have done to harm her.

σπάνια γαία

(chemistry)

πεθαίνω

verbal expression (die and be buried)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καλός άνθρωπος

noun (figurative (person: good, decent)

He's the salt of the earth and would help anyone who asked him.

το άλας της γης, το αλάτι της γης

plural noun (figurative (people: good, decent) (σπάνιο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The salt of the earth are those people who behave decently and work hard.

καμμένη γη

noun (military policy: destroying enemy crops)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στρατηγική καμμένης γης

noun (military: destruction of enemy crops)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
General Sherman initiated a scorched earth policy on his march to the sea through Georgia.

απόβρασμα, κάθαρμα

noun (pejorative, uncountable, invariable, slang (despicable person) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can't be serious about marrying him – he's the scum of the earth! Some people consider tax collectors the scum of the earth.
Ορισμένοι θεωρούν ότι οι φοροεισπράκτορες είναι παλιάνθρωποι.

η Γη

noun (this planet: the world) (πλανήτης)

μέχρι την άκρη του κόσμου

expression (figurative (to any or every place)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My love is boundless! - I'll follow you to the ends of the earth!

τι στην ευχή

interjection (informal (expressing incomprehension)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
What on earth are you trying to do coming in yelling at me?

τι στην ευχή

pronoun (informal (what)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You still haven't explained what on earth you're doing here.

Πού στο καλό...;

interjection (informal (question: where)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πού στο καλό

expression (informal (where, in what place)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γιατί στο καλό

interjection (informal (question: why)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γιατί στο καλό

expression (informal (why, for what reason)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του earth στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του earth

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.