Τι σημαίνει το leak στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης leak στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του leak στο Αγγλικά.

Η λέξη leak στο Αγγλικά σημαίνει διαρροή, διαρροή, διαρρέω, διαφεύγω, έχω διαρροή, έχω διαρροή, αποκαλύπτω, κατούρημα, διαρρέω, διαρροή αέρος, διαρρέω, διαρροή φωτός, διαρροή μνήμης, διαρροή από τη στέγη, διαρροή από την οροφή, κατουράω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης leak

διαρροή

noun (escaping fluid)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The container had a leak, and soon it was empty.
Το δοχείο είχε μια διαρροή και σύντομα άδειασε.

διαρροή

noun (figurative (revealing secret information) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The government tried to investigate a leak that was causing classified information to be revealed.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η διαρροή των απόρρητων αρχείων της εταιρείας προκάλεσε αναστάτωση στη διοίκηση.

διαρρέω, διαφεύγω

(fluid: escape)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Oil leaked out of the engine, and after a while it seized.
Από την μηχανή έσταζε λάδι και μετά από λίγο σταμάτησε να λειτουργεί.

έχω διαρροή

intransitive verb (let fluid out)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The tap was leaking, so I replaced the washer.
Η βρύση είχε διαρροή οπότε άλλαξα το λαστιχάκι.

έχω διαρροή

transitive verb (fluid: let out) (με γενική)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Tom's car leaks power steering fluid.
Το αυτοκίνητο του Τομ χάνει υγρά από το υδραυλικό τιμόνι.

αποκαλύπτω

transitive verb (figurative (reveal: secret information)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The reporter leaked classified information about the government.
Ο δημοσιογράφος αποκάλυψε απόρρητες πληροφορίες σχετικά με την κυβέρνηση.

κατούρημα

noun (slang (urination)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
John went behind a tree for a leak.

διαρρέω

phrasal verb, intransitive (figurative (information: be revealed unofficially) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If his real identity ever leaks out, his life will be in great danger.

διαρροή αέρος

noun (escape of air)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Better check the pressure in that tire. I think it has a slow air leak.

διαρρέω

(fluid: escape) (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The water has leaked out through the crack and made a puddle in the middle of the room.
Το νερό διέρρευσε από τη ρωγμή και σχημάτισε μια λακούβα στη μέση του δωματίου.

διαρροή φωτός

noun (camera fault creating overexposure) (φωτογραφία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαρροή μνήμης

noun (computing: memory not made available after use) (υπολογιστές)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαρροή από τη στέγη, διαρροή από την οροφή

noun (rain entering through hole in a roof)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A damp patch appeared on the ceiling where the roof leak was letting in rain.

κατουράω

verbal expression (informal (urinate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του leak στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του leak

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.