Τι σημαίνει το wild στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wild στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wild στο Αγγλικά.

Η λέξη wild στο Αγγλικά σημαίνει άγριος, άγριος, άγριος, ελεύθερα, άγριος, έρημος, έξαλλος, άγριος, αγριεμένος, φουρτουνιασμένος, ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτος, άστοχος, άγρια φύση, είμαι τρελός για κπ, τρελαίνομαι για κτ, άστοχα, υάκινθος, σιδαλκέα, ντίνγκο, ζωστήρ ο θαλάσσιος, εξαφανισμένος στη φύση, ψάχνω βελόνα στα άχυρα, τρελαίνομαι, το παρακάνω, το παρακάνω, ενθουσιασμένος, νιγέλα, είμαι ανεξέλεγκτος, μάντεψε, άγριος, άγριο ζώο, κτήνος, άγριο ζώο, κτήνος, άγριο ζώο, κτήνος, αγριόχοιρος, μπαλαντέρ, χαρακτήρας μπαλαντέρ, χαρακτήρας αναπλήρωσης, μπαλαντέρ, αγριοκερασιά, αγριοκέρασο, ατίθασος, παιδί που μεγαλώνει μόνο του, π.χ. στο δάσος, ορθάνοιχτα μάτια, Άγρια Δύση, αγριόχηνα, -, αγριόχοιρος, άγριο άλογο, ζωηρή φαντασία, αγριάνθρωπος, αγριάνθρωπος, άγριο μανιτάρι, άγριο ρύζι, άγριο ρύζι, αγριοτριαντάφυλλο, αγριοφραουλιά, άγρια γαλοπούλα, στέλεχος άγριου τύπου, άγριος τύπος, Άγρια Δύση, ελεύθερης αλιείας, απελπισμένος, αγριολούλουδο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wild

άγριος

adjective (animal: untamed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tigers are wild animals.
Οι τίγρεις είναι άγρια ζώα.

άγριος

adjective (figurative (uncivilized)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As a teen, she caused her parents endless worry with her wild behaviour.
Ως έφηβη προκαλούσε ατελειώτη ανησυχία στους γονείς της εξ αιτίας της άγριας συμπεριφοράς της.

άγριος

adjective (growing uncultivated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We used to pick wild flowers for our mom.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήγαμε να μαζέψουμε άγρια χόρτα.

ελεύθερα

adverb (naturally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A large variety of flowers and herbs grow wild in the nearby meadow.
Μια μεγάλη ποικιλία λουλουδιών και βοτάνων φυτρώνουν ελεύθερα στο κοντινό λιβάδι.

άγριος, έρημος

adjective (place: uninhabited)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He set off for the wild spaces of the interior.

έξαλλος

adjective (mood: furious, violent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The man was wild at having his point disproved.
Ο άντρας ήταν έξαλλος γιατί καταρρίφθηκε το επιχείρημά του.

άγριος

adjective (weather: stormy) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The skies here are dramatic when the weather is wild.

αγριεμένος, φουρτουνιασμένος

adjective (sea: rough)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The little boat was tossed about on the wild sea.

ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτος

adjective (person: unrestrained)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That boy is wild. There is no controlling him.
Το αγόρι είναι ασυγκράτητο. Δεν υπάρχει τρόπος να το ελεγξείς.

άστοχος

adjective (figurative (missing the target)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His shooting was wild: only one shot was on target.
Στο σημάδι ήταν άστοχος: μόνο μια βολή ήταν εύστοχη.

άγρια φύση

noun (uninhabited place)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Tigers live in the wild.
Οι τίγρεις ζουν στη άγρια φύση.

είμαι τρελός για κπ

(love [sb] passionately)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lucas is wild about Carla and even proposed to her.

τρελαίνομαι για κτ

(like [sth] intensely)

Simon is wild about bananas; he eats one every day.

άστοχα

adverb (US, figurative (missing the target)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He shot wild three times in a row.

υάκινθος

noun (woodland bellflower)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There are bluebells all over the woodland floor.

σιδαλκέα

noun (flower: North America)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ντίνγκο

noun (Australian wild dog)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The area has seen an increase in the number of attacks by dingoes.

ζωστήρ ο θαλάσσιος

noun (botany: marine plant)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εξαφανισμένος στη φύση

expression (species: only alive in captivity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψάχνω βελόνα στα άχυρα

verbal expression (figurative, informal (search in vain for [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρελαίνομαι

(informal (respond enthusiastically) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When he returned to the stage to perform an encore, the audience went wild.

το παρακάνω

(informal (be extravagant) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το παρακάνω

verbal expression (informal (do [sth] extravagantly) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You really went wild with the décor in this room, didn't you?

ενθουσιασμένος

adjective (US, figurative, informal (excited)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The hog-wild crowd were shouting and screaming.

νιγέλα

noun (Eurasian herb; love-in-a-mist, etc)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

είμαι ανεξέλεγκτος

intransitive verb (be uncontrolled)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Residents say that gangs are running wild in the streets.

μάντεψε

verbal expression (informal (make an uneducated estimate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I've no idea how many beans are in the jar, but I'll take a wild guess and say 5000.

άγριος

adjective (uncivilized, lawless)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Back in the 1800's the American West was rather wild and woolly.

άγριο ζώο, κτήνος

noun (untamed creature)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Keeping wild animals as pets is a bad idea. When children eat too much sugar, they can begin to behave like wild animals.
Να κρατάς άγρια ζώα ως κατοικίδια είναι κακή ιδέα. Όταν τα παιδιά τρώνε πολύ ζάχαρη, μπορεί να αρχίσουν να συμπεριφέρονται σαν κτήνη.

άγριο ζώο, κτήνος

noun (savage or fierce creature)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The explorer was attacked and eaten by wild animals.

άγριο ζώο, κτήνος

noun (savage animal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many tourists go to Africa to see wild beasts in their natural habitat.

αγριόχοιρος

noun (wild pig)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Asterix and Obelix set off to hunt wild boar.

μπαλαντέρ

noun (card game: substitute card) (χαρτοπαιξία)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

χαρακτήρας μπαλαντέρ, χαρακτήρας αναπλήρωσης

noun (figurative (computer code: substitute symbol) (προγραμματισμός)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μπαλαντέρ

noun (figurative (unpredictable person or thing) (μτφ: απρόβλεπτος)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αγριοκερασιά

noun (type of cherry tree)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγριοκέρασο

noun (fruit of this tree)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ατίθασος

noun (UK (undisciplined teenager)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sheila had a reputation for being a wild child.

παιδί που μεγαλώνει μόνο του, π.χ. στο δάσος

noun (feral child)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The film is about a wild child who was found in a forest.

ορθάνοιχτα μάτια

plural noun (eyes open wide in fear, etc.)

The terrified child stared at the bear with wild eyes.

Άγρια Δύση

noun (US, historical (states of old West)

αγριόχηνα

(bird)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

-

noun (figurative, informal (pointless search) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The sheriff was sent on a wild goose chase to find the fugitive. Trying to find the missing papers turned out to be a wild-goose chase.
Έστειλαν τον σερίφη να βρει τον δραπέτη αν και ήταν μάταιο. Το να προσπαθήσω να βρω τα χαρτιά αποδείχτηκε ότι ήταν σαν να ψάχνω ψύλλους στα άχυρα.

αγριόχοιρος

noun (variety of pig: boar)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άγριο άλογο

noun (horse which is untamed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A brumby is an Australian wild horse.

ζωηρή φαντασία

noun (tendency to fanciful invention)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My nephew has a wonderfully wild imagination and tells amazing stories.

αγριάνθρωπος

noun (uncivilized male)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αγριάνθρωπος

noun (violent male)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άγριο μανιτάρι

noun (fungus species growing uncultivated)

άγριο ρύζι

noun (aquatic grass: North American)

άγριο ρύζι

noun (uncountable (grain of this grass)

αγριοτριαντάφυλλο

(botany)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγριοφραουλιά

noun (uncultivated plant bearing red fruit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άγρια γαλοπούλα

(bird)

στέλεχος άγριου τύπου

noun (organism with natural appearance)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

άγριος τύπος

noun (form common in nature)

Άγρια Δύση

noun (historical (early western US)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our image of the Wild West has been largely shaped by Hollywood.

ελεύθερης αλιείας

adjective (fish for eating: not farmed)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

απελπισμένος

adjective (looking desperate or panicked)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αγριολούλουδο

noun (flower that grows in fields, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The park asks people not to pick the wildflowers.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wild στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του wild

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.